Η «῾Ομιλία ΝΓʹ, Εἰς τὴν πρὸς τὰ ῞Αγια τῶν ῾Αγίων Εἴσοδον» τῆς ῾Υπερευλογημένης Θεοτόκου εἶναι ἕνα ἐκτενέστατο κείμενο, τὸ ὁποῖο κατ᾿ οὐσίαν ἀποτελεῖ μίαν «Μαριολογικὴν πραγματείαν», ἂν καὶ φέρη τὰ γνωρίσματα ομιλίας.῾Ο ῞Αγιος Φιλόθεος Κόκκινος, στὸν Βίον τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου, βεβαιώνει ὅτι τὰ πρῶτα γραπτὰ τοῦ μεγάλου ῾Ησυχαστοῦ ἦσαν ὁ Λόγος εις τον Άγιον Πέτρον τον Αθωνίτη καὶ ὁ Λόγος εις τα Εισόδια, οἱ ὁποῖοι ἐγράφησαν τὸ 1334, στὴν ῾Ιερὰ Μονὴ τῆς Λαύρας.
᾿Εν τούτοις, ἡ ῾Ομιλία ΝΓʹ, ὡς πραγματεία μὲ ὑψηλὴ γλῶσσα καὶ στρυφνὴ φραστική, παρουσιάζει ἀνεπτυγμένη ἡσυχαστικὴ διδασκαλία, τὴν ὁποία δὲν εἶχε ἀκόμη διατυπώσει τότε ὁ ῞Αγιος Γρηγόριος.᾿Εφ᾿ ὅσον ὁλόκληροι παράγραφοι τῆς ῾Ομιλίας ΝΓʹ εἶναι πανομοιότυποι μὲ τμήματα τοῦ ἔργου «῾Υπὲρ τῶν ἱερῶς ῾Ησυχαζόντων», ὡς καὶ τῆς πραγματείας «Πρὸς τὴν σεμνοτάτην ἐν μοναζούσαις Ξένην», εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποτεθῆ, κατὰ τὸν Καθηγητὴν Παναγιώτην Κ. Χρήστου, ὅτι ο πρῶτος ἐκεῖνος Λόγος εις τα Εισόδια (1334) ἀπετέλεσε τὴν βάσι γιὰ τὴν μετατροπή του σὲ πραγματεία καὶ τοῦτο συνέβη πιθανῶς τὸ 1341 στὴν Μονὴ ὅπου διέμενε στὴν Κωνσταντινούπολι.
Στὴν ῾Ομιλία ΝΓʹ, ὁ ῞Αγιος Γρηγόριος «χρησιμοποιεῖ εὐρέως τὸ πρωτευαγγέλιον τοῦ ᾿Ιακώβου εἰς τὴν περιγραφὴν τῆς Εἰσόδου, ἀλλὰ ἀνάγει τὰ γεγονότα εἰς τὸ ἐπίπεδον μιᾶς οὐρανίας πραγματικότητος. Μεταβαίνουσα εἰς τὰ ῞Αγια, ἡ Μαρία διέκοψε πᾶσαν ἐπαφὴν μὲ τὰ ἐγκόσμια. ᾿Εδιδάχθη τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν ὑποταγὴν τοῦ ηγεμόνος νου εἰς τὸν Θεὸν (§ 18), ἔφθασεν εἰς τὴν θεωρίαν του Θεοῦ καὶ ὁδηγεῖ καὶ τοὺς ἄλλους εἰς αὐτήν. Διὰ τοῦτο, ὄχι μόνον ἔγινε καθ’ ομοίωσιν Θεού, ἀλλὰ καὶ ἐγέννησε τὸν Θεὸν καθ’ ομοίωσιν ανθρώπου».
Το παρόν άρθρο περιλαμβάνει απόσπασμα της πολυωφελούς ῾Ομιλίας τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, σε ἀπόδοση ῾Οσίου Νικοδήμου τοῦ ῾Αγιορείτου.
[1.] Εἰς κάθε πρᾶγμα, εὐλογημένοι πατέρες καὶ ἀδελφοί, ὅπου ὑπερβαίνει τὰ ἀνθρώπινα μέτρα, εἴτε λόγοι ἐγκωμιαστικοί, ὁποὺ ὑπερβαίνουσι τὴν ἀνθρωπίνην ρητορικήν· εἰς αὐτὰ λέγω τὰ ὑπέρμετρα πράγματα, τόσον ἐκεῖνοι ὁποὺ εἶναι ἀνδρεῖοι κατὰ τὸ σῶμα, ἴσοι λογίζονται μὲ τοὺς ἀδυνάτους· ὅσον καὶ ἐκεῖνοι ὁποὺ εἶναι εἰς τοὺς λόγους εὐδόκιμοι καὶ σοφοί, ἴσοι νομίζονται μὲ τοὺς ἀσόφους καὶ ἀδοκίμους. Διατί, οὔτε οἱ ἀνδρεῖοι ἠμποροῦν νὰ ἀσηκώσουν τὸ ὑπὲρ δύναμιν βάρος, οὔτε οἱ σοφοὶ εἰς τοὺς λόγους δύνανται νὰ φθάσουν εἰς τὰ ὑπὲρ λόγον ἐγκώμια· ἀλλὰ καὶ τὰ δύο μέρη παρόμοια ἀποτυγχάνουν τοῦ σκοποῦ. Καὶ καθὼς λόγου χάριν, ἕνας ἄνθρωπος, ὁποὺ ἐπιχειρίζεται νὰ πιάσῃ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ μὲ τὸ χέρι του, κἄν καὶ εἶναι μακρύτερος ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, κἄν καὶ τεντώση τὸ χέρι του ὑψηλότερα, δὲν ἠμπορεῖ νὰ φθάσῃ ὅμως τὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλὰ ἀπέχει ἀπὸ αὐτὰ παρόμοια μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, καὶ τοὺς πλέον κοντότερους, διὰ τὸ ἄπειρον σχεδὸν τοῦ οὐρανοῦ διάστημα· τοιουτοτρόπως καὶ εἰς τὰ πράγματα ὁποὺ εἶναι ἐπάνω ἀπὸ κάθε λόγον καὶ διάνοιαν, δὲν φαίνονται καλλίτεροι κατ᾿ οὐδένα τρόπον οἱ ρήτορες καὶ σοφοί, ἀπὸ τοὺς ἀμαθεῖς καὶ ἀσόφους.
[2.] Εἰς τὴν ὑπόθεσιν ὅμως τῆς ἀνωτέρας πάντων τῶν ἁγίων Μητρὸς τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία διαβαίνει σήμερον ψαλμικῶς ἐν τόπῳ σκηνῆς θαυμαστῆς, καὶ ἐμβαίνει μέσα εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως, καὶ ἐξομολογήσεως θείου ἤχου, καὶ τῶν τότε λαμπαδηφόρων παρθένων, καὶ τῶν σήμερον ἑορταζομένων ἡμῶν εἰς τὴν ὑπόθεσιν, λέγω, ταύτης ὄχι μόνον ἕνας ρήτωρ, ὁ πλέον διαλεκτὸς ἀπὸ ὅλους, δὲν ἤθελε φθάσῃ νὰ ἐγκωμιάσῃ κατ᾿ ἀξίαν, ἀλλὰ ἂν ἦτον δυνατὸν νὰ εὑρεθοῦν καὶ νὰ γένουν ἕνα στόμα ὅλοι ὅσοι ἐσώθησαν μὲ τὸν ἄφθορον τόκον της, πάλιν δὲν ἤθελε φθάσουν οὐδὲ εἰς τὸ ἐλάχιστον· διότι, ἀνίσως καὶ ὅλη ἡ κτίσις δὲν εἶναι ἱκανὴ νὰ προσφέρῃ εἰς αὐτὴν κἄν σήμερον τὴν δοξολογίαν, ὡσὰν ὁποὺ ἔγινε μήτηρ τοῦ Κτίστου τῶν ἁπάντων, πῶς ἤθελεν εἶναι ἱκανὴ ἡ δύναμις μόνων τῶν ἀνθρώπων, κἄν καὶ λονῶν εἴπῃς, νὰ δοξολογήσῃ τὰ μεγαλεῖα της; καὶ δὲν ἤθελε φανῆ ὡσὰν μικροτάτη ρανίδα ἔμπροσθεν εἰς μίαν ἄβυσσον δόξης; Τόσον εἶναι ὑψηλότερον ἀπὸ τὴν δύναμίν μου, ἀδελφοί, τοῦτο τὸ ἐπιχείρημα· καὶ τόσον εἶμαι μακράν, ἀπὸ τὸ νὰ νομίζω, πὼς θέλει ἐννοήσω λόγον ἐγκωμιαστικὸν ἰσόμετρον μὲ τὸ ὑπερφύσιν θαῦμα τῆς Παρθένου, τὸ ἀληθῶς μακάριον, καὶ ὅλης τῆς κτίσεως ὑψηλότερον·
[3.] ἀλλ᾿ ὅμως μὲ ποῖον ἄλλον τρόπον ἤθελεν, ἢ τὸν πόθον μου νὰ τελειώσω, ἢ τὸ χρέος μου νὰ πληρώσω, ἢ νὰ εὐχαριστήσω διὰ τὰς ἀπείρους χάριτας ὁποὺ ἔλαβον ἀπὸ τὴν Παρθένον, πάρεξ μὲ τὸ νὰ τὴν ὑμνολογήσω τὸ κατὰ δύναμιν; διατὶ ὁ μὲν πόθος ὁποὺ ἔχω πρὸς Αὐτήν, μὲ ἀναπτερώνει εἰς τοῦτο, τὸ δὲ χρέος καὶ τὸ κοινὸν καὶ τὸ ἐδικόν μου μὲ βιάζει· καὶ οἱ χάριτες, ὁποὺ ἔλαβον ἀπὸ Αὐτὴν ἕως τώρα, καὶ πρὸς τούτοις ἡ ἀκένωτος τῆς Παρθένου φιλανθρωπία ὑπόσχονται νὰ μοὶ συγχωρήσουν διὰ τοῦτο. ᾿Επειδὴ καὶ Αὐτὴ ὡσὰν μία ψυχή, συγκρατεῖ ὅλους της τοὺς ὑπηκόους, καὶ εὑρισκομένη πάντοτε κοντὰ εἰς ὅλους ὁποὺ τὴν ἐπικαλοῦνται, τελεῖ πάντα πρὸς τὸ συμφέρον, μὲ τὴν ἀκατάπαυστον πρὸς τὸν Υἱόν της πρεσβείαν, καθὼς ἡμεῖς ἐμπράκτως ἐγνωρίσαμεν, καὶ ἔχομεν τὴν πίστιν βεβαιοτέραν ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ ὁποὺ αὐτὴ μᾶς ἐχάρισεν.
[4.] Αὐτὴν λοιπὸν τὴν φιλανθρωπίαν τῆς Παρθένου ἐπικαλούμενος ἐγώ, ὁποὺ τώρα καταβιβάζω τὸν ἑαυτόν μου εἰς τὸ πέλαγος τῶν θαυμάτων της, ἐλπίζω νὰ τὴν ἔχω διὰ νὰ μοὶ βοηθῇ, καὶ νὰ μὲ ἀλαφρώνῃ μέχρι τέλους· ἀπὸ ἐσᾶς δὲ τοὺς ἀκροατάς, καὶ ἀπὸ ὅσους ἄλλους τύχωσι τὸν παρόν μου λόγον, οὔτε νομίζω ἀναγκαῖον νὰ ζητήσω συγχώρησιν, ἐπειδὴ καὶ παρευθὺς ὅλοι θέλετέ μοι συγχωρήσει, στοχαζόμενοι ὅλα ὁμοῦ, καὶ ἐμὲ δηλαδή, τὸν λέγοντα, καὶ τοὺς λόγους ὅτι εἶναι ἀσθενεῖς, κατὰ τὸ ὑπερβολικὸν τῆς ὑποθέσεως. Μάλιστα δὲ στοχαζόμενοι, πὼς κι ὁ καθεὶς ἀπὸ λόγου σας χρειάζεται νὰ λάβῃ τὴν συγχώρησιν ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὅταν ὑμνολογῆτε τὴν Θεομήτορα, εἰς τὴν ὁποίαν χρεωστεῖτε νὰ προσφέρετε τοὺς ὀφειλομένους ἐπαίνους, καὶ καθ᾿ ἕνας ξεχωριστὰ καὶ ὅλοι ὁμοῦ. Καὶ πάλιν νὰ γνωρίζετε ὅτι δὲν ἠμπορεῖτε κατ᾿ ἀξίαν νὰ τὴν ἐπαινέσητε· ὅθεν τοῦτο ἠξεύροντες, δὲν λείπετε νὰ τὴν ἐπαινῆτε, μὲ ὅλας τὰς ἱερὰς μελωδίας ὁποὺ δι᾿ Αὐτὴν συνετέθησαν ἀπὸ τοὺς αἰῶνας, συγκροτοῦντες ἐν τῇ ᾿Εκκλησίᾳ κάθε ἡμέραν καὶ ὥραν ἕνα χορὸν ἐναρμόνιον.
[5.] ᾿Ελᾶτε λοιπόν, ὦ θεία παρεμβολὴ τῶν ῾Οσίων Πατέρων, ὄχι μόνον διὰ νὰ ἀκροασθῆτε προσεκτικῶς τὸν παρόντα μου λόγον, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ συμβοηθήσητε μὲ τὰς καθαρὰς εὐχάς σας, ἵνα με ἀξιώσῃ ὁ τοῦ Πατρὸς Λόγος νὰ μὴν εἰπῶ κανένα ἀνάρμοστον, ἀλλὰ ἐναρμόνιον εἰς τὰς ἱερὰς ἀκοάς σας. ᾿Επειδὴ καὶ τῇ ἀληθείᾳ χρείαν ἔχουσι τῆς θείας βοηθείας ἐκεῖνοι ὁποὺ ἐμβαίνουσιν εἰς τοιαῦτα ὑψηλὰ νοήματα, τὰ ὁποῖα ἐστάθησαν ἀποτελέσματα μόνης τῆς τοῦ Θεοῦ παντοδυναμίας, τὰ πλέον οἰκειότερα εἰς τὸν Θεὸν καὶ τὰ πλέον τελειότερα, ἀπὸ ὅσα ἄλλα ἐκ τῶν αἰώνων ἔγιναν.
᾿Επειδὴ γὰρ ὁ Θεὸς ἐδημιούργησεν ἐξ ἀρχῆς κάθε εἶδος τῶν αἰσθητῶν κτισμάτων, καὶ τῶν αἰσθητικῶν ἀλόγων ζώων, μὰ κανένα ἀπὸ αὐτὰ δὲν εἶχε νοῦν λογικόν, ἐδημιούργησεν ὕστερα καὶ τὸν ἄνθρωπον στολισμένον μὲ τὸν νοῦν. Πάλιν ἐπειδὴ κανένας ἀπὸ τοὺς δημιουργηθέντας καὶ πληθυνθέντας ὕστερον ἀνθρώπους, δὲν εὑρέθη καθόσον ἔπρεπε δεκτικὸς τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦτο, εἰς ὅλον τὸ ὕστερον ἐποίησε καὶ τὴν ἀει πάρθενον Μαρίαν ὡσὰν ἕνα βασίλειον ἐδικόν του, διὰ νὰ γένῃ δεκτικὴ ἀπὸ τὴν ἄκραν της καθαρότητα, τοῦ πληρώματος τῆς αὐτοῦ θεότητος σωματικῶς· καὶ ὄχι μόνον δεκτική, ἀλλὰ καὶ γεννητικὴ (ὤ τοῦ θαύματος) καὶ πρόξενος θείας συγγενείας, τόσον εἰς τοὺς προγενεστέρους της, δηλαδὴ τοὺς προπάτορας, ὅσον καὶ εἰς τοὺς μεταγενεστέρους της, δηλαδὴ τὰ ἔθνη ἡμᾶς.