13 Δεκεμβρίου, 2017

Κυριακη ΙΑ΄ Λoυκά (Των Προπατόρων) Λκ. ΙΔ΄ 16-24 - (17 Δεκεμβρίου 2017)


            H παραβολή του Μεγάλου Δείπνου


Η Αγία Εκκλησία μας αυτή την περίοδο, μας προετοιμάζει κατά τρόπο παιδαγωγικό αλλά και πνευματικό, προβάλλοντας μας τις κατάλληλες περικοπές (αποστολικές, ευαγγελικές) για να υποδεχθούμε την κατά σάρκα Γέννηση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.

Στο έργο της εν Χριστώ σωτηρίας και κοινωνίας με τον Θεό καλούνται να μετάσχουν όλοι οι άνθρωποι, ανεξαιρέτως, ως «εικόνες» του Θεού. Η κοινωνία της αγάπης και η μετοχή του ανθρώπου στη ζωή του Θεού μας παρουσιάζεται σήμερα με την παραβολή του Μεγάλου Δείπνου που τόσο παραστατικά και γλαφυρά μας προσφέρει η ευαγγελική περικοπή που μόλις ακούσαμε.
Η παραβολή αναφέρεται σε έναν άνθρωπο που προετοίμασε μεγάλο τραπέζι και κάλεσε πολλούς. Και έστειλε τον υπηρέτη του την ώρα του τραπεζιού να πει στους καλεσμένους, ελάτε γιατί είναι όλα έτοιμα. Και εκείνοι άρχισαν όλοι σαν να ήταν συνεννοημένοι να απορρίπτουν την πρόσκληση. Ο πρώτος είπε, αγόρασα χωράφι και έχω ανάγκη να βγω να το δω, σε παρακαλώ άφησέ με ήσυχο. Και ο άλλος είπε, αγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια και πάω να τα δοκιμάσω, δεν έχω τον χρόνο να παρευρεθώ. Και ο άλλος είπε, έκαμα τον γάμο μου και γι αυτό δεν μπορώ να έρθω. Και παρουσιάστηκε ο υπηρέτης και τα είπε όλα στον κύριό του. Εκείνος θύμωσε, αμέσως του έδωσε εντολή να βγει στις πλατείες και στους μικρούς δρόμους της πόλεως και να φέρει στην οικία του όλους τους φτωχούς, ανάπηρους και περιθωριακούς που θα έβρισκε μπροστά του, όπως και έγινε. Και αφού υπήρχε ακόμη τόπος και για άλλους, ο υπηρέτης έλαβε δεύτερη εντολή από τον κύριό του να βγει πάλι στους δρόμους και τα μονοπάτια και να αναγκάσει και άλλους για να γεμίσει το σπίτι του. Κλείνοντας την περικοπή αυτή ο Ιησούς καταλήγει στην διαπίστωση πως κανένας από τους ανθρώπους που επίσημα είχε καλέσει, ο άρχοντας εκείνος, δεν θα φάγει από το τραπέζι του, γιατί τελικά από όλους όσους κάλεσε, πολλοί ήσαν καλεσμένοι αλλά ολίγοι οι εκλεκτοί.

Στη συγκεκριμένη παραβολή ο οικοδεσπότης (Θεός) προσκαλεί τους καλεσμένους, δηλαδή το σύνολο του ανθρωπίνου γένους να πάρουν μέρος στο Δείπνο. Γνωρίζουμε ότι η κλήση και το ενδιαφέρον του Θεού είναι στο διηνεκές και προσφέρεται σε διάφορα στάδια.: α) Ο οικοδεσπότης Θεός «εξελέξατο ημάς εν αυτώ τω Χριστώ προ καταβολής κόσμου». β) Όταν ο Θεός πατέρας αποφάσιζε την εκ του μηδενός δημιουργία μας « ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» απέβλεπε στο Πρόσωπο του Θεού-Λόγου, δηλ. του Ιησού Χριστού. Η υπέρτατη αξία του ανθρώπου βρίσκεται στην κλήση του από τον Θεό να σχετίζεται και να κοινωνεί με τον Χριστό. γ) Η ολοκλήρωση της κλήσεως του ανθρώπου από τον Θεό εν Χριστώ- μετά την πτώση του στην αμαρτία- βρίσκεται στην ενσωμάτωση του στο μυστήριο της Εκκλησίας που είναι η οργανική ζωή και παρατεινόμενη παρουσία του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού διά του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό η άρνηση του ανθρώπου σε μια τέτοια κλήση για μετοχή στο Δείπνο και στην κοινωνία του με τον Θεό σημαίνει την απόρριψη της αληθινής φύσεως του και τότε εκπίπτει ο άνθρωπος και εκουσίως αυτοκαταστρέφεται με την αμαρτία του, δηλαδή την απομάκρυνσή του από τον ίδιο τον Θεό.

Αυτό φανερώνουν, αδελφοί μου, και «οι προφάσεις εν αμαρτίαις» που προέβαλαν μετ’ επιτάσεως οι επίσημα προσκεκλημένοι του δείπνου, όπου η αρρωστημένη βούληση του ανθρώπου (αμαρτία) δημιουργεί όλα τα εμπόδια που δικαιολογεί τάχα την απορριπτική απόφασή του για την συμμετοχή του στο κάλεσμα του Θεού. Και εδώ, δυστυχώς, εντοπίζεται η παράνοια του αμαρτωλού ανθρώπου, όπου εντελώς αυθαίρετα δείχνει να δέχεται τα δώρα του Θεού για την επιβίωσή του, όμως τον Δωρεοδότη Θεό τον παραμερίζει και τον απορρίπτει.

Οι δικαιολογίες που αναφέρθηκαν για τη μη συμμετοχή στο δείπνο ήταν οι εξής: α) «Αγρόν ηγόρασα». Εδώ ο άνθρωπος μαρτυρά ότι χρησιμοποιεί τα χρήματα, την περιουσία και τα υλικά αγαθά μόνο για το άτομο του. Ξέρει πως το δείπνο είναι κοινωνία αγάπης και προσφοράς, δεν θέλει όμως να μετέχει, γιατί έχει πάρει την απόφασή του να μείνει κλειστός στον εαυτό του και να απολαμβάνει μόνος του τα όποια υλικά αγαθά κατέχει. β) «Ζεύγη βοών ηγόρασα πέντε». Και εδώ ο άνθρωπος φαίνεται υποδουλωμένος στα υλικά πράγματα, που χρησιμοποιεί την εργασία του εναντίον του Θεού και αγνοεί την εντολή της αργίας του Σαββάτου (Κυριακής). Με την εργασία του ο άνθρωπος καλείται να μιμηθεί τον Θεό. Η εργασία του Θεού είναι η προσφορά της αγάπης και των δωρεών του στους ανθρώπους. Αντί λοιπόν οι άνθρωποι να μιμούνται τον Θεό, αυτοί χρησιμοποιούν την εργασία τους ως εμπόδιο για να ξεκόψουν από τον Θεό και δεν μετέχουν ποτέ, με την πρόφαση της εργασίας, στην λειτουργική ζωή της Εκκλησίας που μας προσφέρει το Δείπνο της Θείας Ευχαριστίας. γ) «Γυναίκα έγημα». Εδώ ο άνθρωπος βλέπουμε χρησιμοποιεί την οικογένεια ως εμπόδιο για την μετά Θεού κοινωνία του, ενώ η οικογένεια είναι από την φύση της η εικόνα και η εστία στην παροχή και αποδοχή της αγάπης. Με την αμαρτία όμως, η οικογένεια αναποδογυρίζεται και γίνεται εμπόδιο στην ένωσή μας με τον Θεό. Και έτσι μετατρέπεται σε χώρο βιολογικών απολαύσεων, οικονομικών συναλλαγών και ανταγωνισμών. Γι’ αυτό και ο θεσμός της οικογένειας κλονίζεται και οδηγείται εύκολα στην διάλυση.

Το τραπέζι στο οποίο κλήθηκαν οι προσκεκλημένοι αλλά και όσοι πήραν μέρος σε αυτό, δεν είναι άλλο από το τραπέζι της Βασιλείας του Θεού που ποτέ δεν γεμίζει. Υπάρχει τόπος για όλους τους ανθρώπους και σε όλους τους καιρούς. Ο συνωστισμός δείχνει ότι δεν στενοχωρεί κανέναν, γιατί υπάρχει προσφορά αγάπης και διακονίας του ενός στον άλλον. Η προτροπή του Οικοδεσπότη, «και ανάγκασον εισελθείν, ίνα γεμισθή ο οίκος μου» σε καμία περίπτωση το «ανάγκασον» δεν σημαίνει δια της βίας ή δια εξαναγκασμού, γιατί «ουκ αρετή το βία γενόμενον». Κανείς δεν μπορεί να σε εξαναγκάσει να δεχθείς την αγάπη και να την αντιπροσφέρεις. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για βία αλλά για ανάγκη να παρουσιαστούν έτσι τα αιτήματα της υπάρξεώς μας, ώστε τελικά με την Χάρη του Θεού να καταλάβουν οι άνθρωποι, ότι το Δείπνο της Βασιλείας του Θεού είναι η πληρότητα και η μακαριότητα της ανθρώπινης υπάρξεως.

Στο δείπνο της Θείας Ευχαριστίας, παρ’ όλη την αμαρτωλότητά μας ο Χριστός μας καλεί «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Η μετάνοια και η συντριβή μας αξιώνει να δεχόμαστε το έλεος του Θεού στο Πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό αδελφοί μου, όταν αρνούμεθα την πρόσκληση, επιμένουμε στον εγωισμό μας και παραμένουμε στηριζόμενοι στις βιολογικές δυνάμεις μας, που είναι από τη φύση τους φθορά και θάνατος.

Οι Άγιοι Προπάτορες εύχονται για όλους μας να εισέλθουμε στη χαρά του Κυρίου μας, που είναι πλήρωμα της αιωνίου ζωής και μακαριότητας. Αμήν.

 Πηγή :ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ  ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ