21 Δεκεμβρίου, 2020

Εγκύκλιος Χριστουγέννων του Σεβασμιωτάτου ποιμενάρχου μας Αιτωλίας & Ακαρνανίας κ.κ. ΚΟΣΜΑ

 


Π Ο Ι Μ Α Ν Τ Ο Ρ Ι Κ Η  Ε Γ Κ Υ Κ Λ Ι Ο Σ

(ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ  ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 136)

 

Ο  ΧΑΡΙΤΙ  ΘΕΟΥ  ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ  ΚΑΙ  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ  ΚΟΣΜΑΣ

ΤΗΣ  ΑΓΙΩΤΑΤΗΣ  ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ  ΑΙΤΩΛΙΑΣ  ΚΑΙ  ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ

Πρός  τόν  ἱερόν  κλῆρον,  τίς  μοναστικές  ἀδελφότητες

καί  τόν  εὐσεβῆ  λαό  τῆς  καθ’  ἡμᾶς  θεοσώστου  Ἱερᾶς  Μητροπόλεως.

 

Ἀγαπητοί  πατέρες  καί  ἀδελφοί,

«Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε…»[1].

Ὅπως ὁ ἔναστρος οὐρανὸς τὴν νύκτα προσελκύει καὶ συγκεντρώνει τὰ βλέμματα τῶν ἀνθρώπων, ἔτσι καὶ ὁ Σαρκωθείς Θεός μας, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἀπείρως περισσότερο ἑλκύει τὰ βλέμματα ὄλου τοῦ κόσμου ἀπὸ τῆς δημιουργίας μέχρι σήμερα. Ἑλκύει τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἀνθρώπων, τὴν ἀγάπη ἢ τὸ μῖσος τους, τὴν ὁμολογία ἢ τὴν ἄρνησί τους.

Ὁ πρῶτος τὸν ὁποῖον ἀντίκρυσε μὲ τὰ μάτια του ὁ ἄνθρωπος, ὁ πρῶτος τὸν ὁποῖον σκέφθηκε μὲ τὸ λογικό του καὶ λάτρευσε μὲ βαθειὰ εὐγνωμοσύνη, ἦταν ὁ Πλάστης του, ὁ πανάγαθος Θεός. Πανευτυχὴς ζοῦσε στὸν ἐπίγειο παράδεισο τῆς Ἐδὲμ ἀτενίζοντας καὶ ὑπακούοντας τὸν Πλάστη του.

Αὐτὴ ὅμως ἡ εὐτυχία χάθηκε. Γιατί; Διότι ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὸν Πλάστη του, τὸν Θεό του, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἔπαυσε νὰ προσβλέπῃ καὶ νὰ στηρίζεται στὴν παντοδυναμία καὶ τὴν ἀγάπη Του. Μὲ τὴν παρακοὴ καὶ τὴν πτῶσι ἔμεινε στὸν ἄνθρωπο ἡ ἀνάμνησι τῆς εὐτυχίας, ἀλλὰ καὶ ἡ νοσταλγία τῆς λυτρώσεως. Μὲ τὴν παρακοὴ καὶ τὴν πτῶσι ὁ ἄνθρωπος δὲν βρῆκε τὴν θέωσι καὶ τὴν εὐτυχία, ἀλλὰ τὴν θόλωσι, τὴν σύγχυσι καὶ τὴν ἀθλιότητα. Ἔφθασε σὲ φοβερὰ δεινὰ καὶ κτηνώδεις παραβάσεις. «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὧν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς»[2], τονίζει τὸ ἱερὸ Ψαλτήριον.

Ἔτσι οἱ ἄνθρωποι πρὸ Χριστοῦ, χωρὶς φῶς καὶ βοήθεια, ὑπέφεραν, στέναζαν, πονοῦσαν, ἔκλαιγαν, ζητοῦσαν καὶ ποθοῦσαν τὴν λύτρωσι.

Ὅποιος μελετάει τὰ βιβλία τῶν ἀρχαίων λαῶν ἀνατολῆς καὶ δύσεως, διαπιστώνει ὅτι ἀπὸ τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων ἐξερχόνταν κραυγὴ ὀδύνης, ἀλλὰ καὶ κραυγὴ νοσταλγίας καὶ ἐλπίδος. Καταπλήσσεται μάλιστα κανεὶς ὅταν μελετᾷ χρησμοὺς καὶ παραδόσεις τῶν τότε λαῶν. Ζητοῦσαν ὅλοι λυτρωτὴ καὶ τόνιζαν ὅτι ὁ λυτρωτὴς θὰ ἔλθη γιὰ νὰ συντρίψει τὸν «φοβερὸ ὄφι» καὶ νὰ ἐλευθερώση τὴν ἀνθρωπότητα. Μπορεῖ οἱ εἰδωλολάτρες νὰ μιλοῦσαν θολὰ καὶ ἀόριστα, ὅμως ὅλοι μιλοῦσαν μὲ προσμονὴ καὶ λαχτάρα γιὰ τὴν ἔλευσι τοῦ ἐλευθερωτοῦ. Εἶναι θαυμαστὸ τὸ ὅτι οἱ ἐξ ἀνατολῶν περίμεναν τὸν λυτρωτὴ ἐκ δυσμῶν, οἱ δὲ ἐκ δυσμῶν τὸν περίμεναν ἀπὸ ἀνατολῶν. Φανερὸ ὅτι συνέκλιναν στὴν Μέση Ἀνατολή, στὴν Βηθλεέμ.

Οἱ προφῆτες μίλησαν πιὸ καθαρά, συγκεκριμένα καὶ μὲ λεπτομέρειες, γιὰ τὸν ἐρχόμενο Μεσσία. Παρότι ζοῦσαν ἀνάμεσα σὲ κόσμο καθήμενο «ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου»[3] ἐπειδὴ ἦταν θεοσεβεῖς, θεόληπτοι «ὑπὸ πνεύματος Θεοῦ φερόμενοι»[4] προσέβλεπαν στὸν ἐρχόμενο Σωτῆρα προφήτευσαν, προανήγγειλαν καὶ προδιέγραψαν τὸ μέγα της εὐσεβείας μυστήριον.

«Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ λήψεται καὶ τέξεται υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ»[5]. «Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν… θαυμαστὸς σύμβουλος, θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης…»[6] προφητεύει ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ὀκτακόσια χρόνια πρὸ Χριστοῦ.

Καὶ ὁ προφήτης Βαροῦχ, λέει: «οὗτος ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὐ λογισθήσεται ἕτερος πρὸς αὐτόν, μετὰ τοῦτο ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη»[7].

Ὁ προφήτης Μιχαίας, ἑπτακόσια πενῆντα χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴ γέννησι τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀνθρώπου, προφητεύει ἀκριβῶς τὴν Βηθλεὲμ ὡς τόπο τῆς γεννήσεώς Του: «καὶ σὺ Βηθλέεμ γῆ Ἰούδα οὐδαμῶς ἐλαχίστη εἰ ἐν τοῖς ἡγεμόσιν Ἰούδα… ἐκ σοῦ ἐξελεύσεται ἡγούμενος ὅστις ποιμανεῖ τὸν λαόν μου»[8].

Σέ ὅλη τὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχὴ, ὅλων τὰ βλέμματα, ἔστω καὶ μὲ διαφορετικὸ τρόπο, προσέβλεπαν στὸν ἐρχόμενο Λυτρωτὴ. Ὅλοι ζοῦσαν μὲ τὴν προσδοκία, μὲ τὴν νοσταλγία τοῦ ἐρχομοῦ Του.

Ἡ νοσταλγία καὶ ἡ προσδοκία ἔγιναν πραγματικότητα. «Ὄτε ᾖλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου ἐξαπέστειλε ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός»[9].

Οἱ ἄνθρωποι τῆς Καινῆς Διαθήκης δὲν τὸν προσμένουν δὲν τὸν προφητεύουν, τὸν ἔχουν ἤδη ἀνάμεσά τους τὸν Λυτρωτή.

Πῶς ὅμως τὸν δέχθηκαν; Ὁ προφήτης Συμεὼν ὁ Θεοδόχος εἶπε στὴν Παναγία μας κατὰ τὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου: «ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν… καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον»[10]. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς ἔγινε ἡ πτῶσι τῶν ἀπίστων, τῶν μὴ πεπιστευκότων σ’ Αὐτὸν, ἔγινε καὶ ἡ ἀνάστασι, ἡ ζωή, ἡ λύτρωσι, ἡ εὐτυχία, ἡ χαρά, ἡ σωτηρία γιὰ ὅσους προσέβλεψαν καὶ ὑπήκουσαν στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο.

Τὸ ἀποδεικνύει ἡ δισχιλιετὴς ἐσταυρωμένη ζωὴ τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Νὰ ἀναφέρουμε τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους; Ὴταν οἱ πρῶτοι καὶ ἄμεσοι μαθητὲς τοῦ Κυρίου. Σ’ αὐτοὺς ἀνέθεσε ὁ Χριστὸς μετά τὴν Ἀνάστασί Του, νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ Μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως. Οἱ ἄσημοι καὶ ἀγράμματοι ἔγιναν οἱ Ἀπόστολοι, οἱ οἰκουμενικοὶ διδάσκαλοι καὶ οἱ ἀναμορφωτὲς τῆς οἰκουμένης. Μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ ἀμφισβητήση; «Ἐπόθησαν τὸν Χριστὸ καὶ σκύβαλα ἡγήσαντο πάντα ἵνα Αὐτὸν κερδήσωσι»[11]. Καὶ ὁ Κύριος διὰ τῶν Ἀποστόλων «παρέσχε τῷ κόσμῳ φῶς, ἰάματα, εἰρήνη, ζωή, χαρά»[12].

Νὰ μιλήση κανεὶς γιὰ τοὺς ἁγίους καὶ θεοφόρους πατέρες, γιὰ τοὺς μάρτυρες, τοὺς ὁσίους καὶ τοὺς νεομάρτυρες; Ἀλήθεια μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀναφέρῃ, νὰ ὑποδείξη πιὸ λαμπρούς, φωτισμένους, καλλιεργημένους, χρήσιμους, εἰρηνικούς, πιὸ χαρούμενους καὶ εὐτυχισμένους ἀνθρώπους στὴ γῆ ἀπὸ τοὺς ἁγίους μας, τοῦ Χριστοῦ τοὺς ἁγίους;

Ἀνέδειξε κανείς, ἀγαπητοὶ, ἁγίους ὅπως ἀνέδειξε ὁ σαρκωθείς Θεός μας; Δὲν ἀναδεικνύει ὁ νηπιάσας Κύριος μόνο ἁγίους, ἀλλὰ καὶ κατὰ χάριν Θεούς. Αὐτὸς «ἐνηνθρώπησεν ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν» (ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ γίνουμε ἐμεῖς Θεοί) λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος πανηγυρίζει λέγοντας: «Θεὸς ἐπὶ γῆς ὤφθη (φανερώθηκε). Χαίρομεν τοίνυν καὶ ἀγαλλιώμεθα». Καὶ συμπληρώνει ὁ μέγας Θεολόγος Γρηγόριος: «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε. Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε. Εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοί, ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ».

Σήμερα, ἀλλὰ καὶ πάντοτε, μποροῦν νὰ συγκριθοῦν οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦν μὲ ὑπακοὴ στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴ συνειδητὴ ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ τοὺς χωρὶς Χριστὸ καὶ θεία Χάρι ἀνθρώπους; Θὰ ἦταν ἄσχημη ἡ κοινωνία μας ἂν τὴν κατοικοῦσαν ὅλο ἅγιοι ἄνθρωποι; Δέν θὰ δημιουργοῦνταν τὰ σημερινὰ προβλήματα τῆς συγχύσεως, τῆς ἀκαταστασίας, τῆς ὑποκρισίας, τῆς καταδυναστεύσεως, τῆς τρομοκρατίας, τῆς ἀνισότητος, τῆς πείνας, τῆς ἀθλιότητος, ἂν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι προσέβλεπαν στὸν Σωτῆρα τῆς Βηθλεὲμ καὶ ζοῦσαν εἰλικρινὰ τὸ Εὐαγγέλιο.

Σήμερα, στὸν καιρὸ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἔχουμε καὶ ἐκείνους τούς ἀνθρώπους, ποὺ ἐγωπαθεῖς, σκληροί, ἀνάλγητοι, ἔξυπνοι, τάχα μόνο γιὰ τὸ ἐγώ τους, ἀποστράφηκαν τὸν γεννηθέντα Κύριο, τὸν μίσησαν, τὸν πολέμησαν, τὸν ἐδίωξαν καὶ τὸν διώκουν, μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς γνησίους ἀκολούθους Του χριστιανούς. Ὅλοι αὐτοί, ποιὲς ἀρετὲς μᾶς παρουσίασαν καὶ μᾶς παρουσιάζουν; Ποιὰ ὠφέλεια καὶ προσφορὰ θυσίας, ἀνιδιοτελῆ, ἔδωσαν στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ; Πόσο ἐστήριξαν καὶ στηρίζουν συνειδητὰ τὴν ὀρθοδοξία, τὴν πατρίδα, τὴν ἀληθινὴ οἰκογένεια, τὶς αἰώνιες καὶ ἀληθινὲς ἀξίες, τὰ ἰδανικὰ; Πόσο τὰ προσέφεραν ὅλα αὐτὰ μὲ ἀγάπη στὴ δοκιμαζόμενη νεότητα;

Αὐτοὶ ποὺ πῆραν τὰ βλέμματά τους ἀπὸ τὸν Χριστὸ, ποὺ Τὸν πολέμησαν καὶ Τὸν πολεμοῦν, ἀφανίσθηκαν, χάθηκαν, λησμονήθηκαν ὅπως ὁ Ἡρώδης, ὁ Νέρων, ὁ Διοκλητιανός, ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, ἀλλὰ καὶ τόσοι ἄλλοι πολλοὶ νεώτεροι.

«Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε»!

Γιὰ μία φορὰ ἀκόμη σήμερα, ἀγαπητοί, τὰ Χριστούγεννα μᾶς διακηρύσσουν ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Πατρός, ὁ Ἕνας τῆς Ἁγίας Τριάδος, φόρεσε τὴ σάρκα μας, ἔφερε τὸ Φῶς μέσα στὸν κόσμο, καθάρισε τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν κτηνωδία τῆς πρὸ Χριστοῦ ἐποχῆς, ἀλλὰ καθάρισε καὶ καθαρίζει τὴν ἀκαταστασία τῆς καρδιᾶς μας ὅταν ἐμεῖς προσβλέπουμε μὲ πίστι στὴν θεότητά Του, στὴ θεία Του Χάρι.

Ναί, σήμερα, ποὺ οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ μας θέλουν νὰ φέρουν τὴν ἀθλιότητα τῆς χωρὶς Χριστὸ ἐποχῆς, ἐμεῖς μὴν πάρουμε τὸ βλέμμα τῆς καρδιᾶς μας, τὴν πίστι μας, τὴν ἀγάπη μας, τὴν ὑποταγή μας ἀπὸ τὸν Χριστό καὶ Θεό μας· γιὰ νὰ μεταμορφωθοῦμε καὶ νὰ ζήσουμε εἰς τὸν αἰῶνα. Ἀμήν.

Μέ τήν ἀγάπη τοῦ ταπεινοῦ μας Χριστοῦ,

 

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

 

 

† Ο ΑΙΤΩΛΙΑΣ  ΚΑΙ  ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ  ΚΟΣΜΑΣ



[1]  Α’ Καταβασία τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων.

[2]  Ψαλμ. μη’, 13.

[3]  Ματθ. δ΄ 16. πρβλ. καὶ  Ἡσ. θ΄ 1.

[4]  πρβλ. Β’ Πέτρ. α’, 21.

[5] Ἠσαΐας ζ’, 14.

[6] Ἠσαΐας θ’, 6.

[7]  Βαρούχ γ’ 36, 38.

[8]  Μιχαίας ε’ 1.

[9]  Γαλ. δ’, 4.

[10]  Λουκ. β’, 34.

[11]  Παρακλητικὴ, ἦχος πλ. δ’

[12]  ὅπ. παρ.