Κι όσο πάω θα γίνομαι χειρότερα. Θα μεγαλώσει κι άλλο, θα δυσκολεύομαι να μιλήσω. Πονάω πολύ, υποφέρω, αλλά είναι πολύ ωραία η αρρώστια μου. Την αισθάνομαι ως αγάπη του Χριστού. Κατανύγομαι κι ευχαριστώ τον Θεό. Είναι για τις αμαρτίες μου. Είμαι αμαρτωλός και προσπαθεί ο Θεός να με εξαγνίσει.
Όταν ήμουν δεκαέξι χρονώ, παρακαλούσα τον Θεό να μου δώσει μια βαριά αρρώστια, έναν καρκίνο, για να πονάω για την αγάπη Του και να Τον δοξάζω μέσα απ’ τον πόνο. Για μεγάλο διάστημα έκανα αυτή την προσευχή. Αλλά ο Γέροντας μου μου είπε ότι αυτό είναι εγωισμός κι ότι έτσι εκβιάζω τον Θεό. Ο Θεός ξέρει τι θα κάνει. Έτσι δεν συνέχισα. Δείτε, όμως, που ο Θεός δεν λησμόνησε το αίτημά μου και μου έδωσε αυτή την ευεργεσία μετά από τόσα χρόνια!
Τώρα δεν παρακαλώ τον Θεό να μου πάρει αυτό που Του ζήτησα. Χαίρομαι που το έχω, για να γίνω κι εγώ συμμέτοχος στα πάθη Του απ’ την πολλή μου αγάπη. Έχω την παιδεία του Θεού. «Όν γαρ αγαπά Κύριος, παιδεύει». Η αρρώστια μου είναι μια ιδιαίτερη εύνοια του Θεού, που με καλεί να μπω στο μυστήριο της αγάπης Του και με τη δική Του την χάρι να προσπαθήσω ν’ ανταποκριθώ. Αλλά εγώ δεν είμαι άξιος.
Γι’ αυτό δεν προσεύχομαι να με κάνει ο Θεός καλά. Προσεύχομαι να με κάνει καλό. Είμαι βέβαιος ότι ο Θεός το ξέρει ότι πονάω. Προσεύχομαι όμως για την ψυχή μου να μου συγχωρέσει τα παραπτώματά μου. Φάρμακα δεν παίρνω, ούτε πήγα για εγχείρηση, ούτε για εξετάσεις, ούτε θα δεχθώ εγχείρηση. Θ’ αφήσω τον Θεό να κανονίσει. Το μόνο που κάνω είναι να προσπαθώ να γίνω καλός. Αυτό να εύχεσθε για μένα. Η χάρις του Θεού με κρατάει. Προσπαθώ να δίνομαι στον Χριστό, να πλησιάζω τον Χριστό, να ενώνομαι με τον Χριστό. Αυτό επιθυμώ, δεν το έχω όμως κατορθώσει – δεν το λέω αυτό από ταπείνωση. Αλλά δεν χάνω το θάρρος μου. Επιμένω. Προσεύχομαι να μου συγχωρέσει ο Θεός τις αμαρτίες μου. Έχω ακούσει από πολλούς να λένε: «Δεν μπορώ να προσευχηθώ». Εγώ δεν το έχω πάθει αυτό. Μόνο την ημέρα της παρακοής μου στο Άγιον Όρος το είχα πάθει αυτό.
Δεν με απασχολεί πόσο θα ζήσω κι αν θα ζήσω. Αυτό το έχω αφήσει στην αγάπη του Θεού. … Ο θάνατος είναι μία γέφυρα που θα μας πάει στον Χριστό. Μόλις κλείσομε τα μάτια μας, θα τα ανοίξομε στην αιωνιότητα. Θα παρουσιασθούμε μπροστά στον Χριστό. Στην άλλη ζωή θα ζούμε «εκτυπώτερον» την χάρι του Θεού.
Κάθε τόσο που αισθανόμουνα ότι θα βγει η ψυχή μου, έβλεπα στον ουρανό ένα άστρο που έκανε λαμπυρισμούς, έριχνε γύρω γύρω γλυκύτατες ακτίνες. Ήταν λαμπρό και πολύ γλυκό. Ήταν πολύ ωραίο! Το φως του είχε πολύ γλυκύτητα. Είχε χρώμα μαρινέ, ανοικτό σιέλ, σαν διαμάντι σαν πολύτιμος λίθος. Όσες φορές το έβλεπα, με γέμιζε παρηγοριά και χαρά, γιατί μέσα σ’ αυτό το άστρο ένιωθα ότι ήταν όλη η Εκκλησία, ο Τριαδικός Θεός, η Παναγία, οι άγγελοι, οι άγιοι. Είχα το συναίσθημα ότι εκεί ήταν όλοι οι δικοί μου, οι ψυχές όλων των αγαπητών μου, των Γεροντάδων μου. Πίστευα ότι, όταν θα έφευγα απ’ αυτή τη ζωή, εκεί στο άστρο αυτό θα πήγαινα κι εγώ απ’ την αγάπη του Θεού, όχι απ’ τις αρετές μου. Ήθελα να πιστεύω ότι ο Θεός, που μ’ αγαπάει, μου το εμφανίζει, για να μου πει: «Σε περιμένω!».
Δεν ήθελα να σκέπτομαι την κόλαση, τα τελώνια. Δεν θυμόμουν τις αμαρτίες μου, ενώ είχα πολλές. Τις άφησα. Θυμόμουν μόνο την αγάπη του Θεού και χαιρόμουν.
Αυτή την προσευχή (οίδα Σώτερ ότι άλλος ως εγώ ουκ έπταισέ Σοι, ουδέ έπραξε τας πράξεις, ας εγώ κατειργασάμην …) επαναλάμβανα συνεχώς με λαχτάρα, για να φύγω μ’ αυτούς τους λογισμούς. Όσο την επαναλάμβανα, τόσο από κει πάνω εμφανιζόταν στο άπειρο το άστρο, η παρηγοριά μου. Ερχόταν όλες αυτές τις ημέρες που πονούσα. Κι όταν ερχόταν, πετούσε η ψυχή μου κι έλεγα μέσα μου: «Ήλθε το άστρο μου!». Αισθανόμουν να με τραβάει να πάω σ’ αυτό φεύγοντας απ’ τη γη. Ένιωθα μεγάλη χαρά, όταν το έβλεπα. Δεν ήθελα να σκέπτομαι τις αμαρτίες μου, σας είπα, γιατί αυτές θα μ’ έβγαζαν απ’ αυτό το μυστήριο. Μόνο μια φορά, μόνο μια φορά το αισθάνθηκα άδειο, δεν λαμπύριζε, δεν ήταν γεμάτο. Κατάλαβα. Ήταν απ’ τον αντίθετο. Το περιφρόνησα, στράφηκα αλλού, μίλησα στην αδελφή μου για δουλειές. Μετά από λίγο το είδα πάλι να λαμπυρίζει πολύ. Η χαρά πάλι ήλθε πιο ζωηρά μέσα μου.
Όλο αυτό τον καιρό είχα φρικτούς πόνους σ’ όλο μου το σώμα. Οι άλλοι έβλεπαν να πεθαίνω. Εγώ είχα παραδοθεί στην αγάπη του Θεού. Δεν προσευχόμουνα να με απαλλάξει απ’ τους πόνους. Ο πόθος μου ήταν να μ’ ελεήσει. Είχα ακουμπήσει σ’ Αυτόν, περίμενα να ενεργήσει η χάρις Του. Δεν φοβόμουνα το θάνατο. Στον Χριστό θα πήγαινα.
Πολλή ωφέλεια έχομε απ’ τις ασθένειες, αρκεί να τις υπομένομε χωρίς γογγυσμό και να δοξάζομε τον Θεό, ζητώντας το έλεός Του. Όταν αρρωστήσομε, το θέμα δεν είναι να μην πάρομε φάρμακα ή να πάμε να προσευχηθούμε στον Άγιο Νεκτάριο. Πρέπει να ξέρομε και το άλλο μυστικό· ν’ αγωνισθούμε ν’ αποκτήσομε την χάρι του Θεού. Αυτό είναι το μυστικό. Τα άλλα θα μας τα διδάξει η χάρις, δηλαδή το πώς θ’ αφεθούμε στον Χριστό. Εμείς δηλαδή περιφρονούμε την ασθένεια δεν τη σκεπτόμαστε, σκεπτόμαστε τον Χριστό απαλά, ανεπαίσθητα, ανιδιοτελώς κι ο Θεός κάνει το θαύμα Του προς το συμφέρον της ψυχής μας. Όπως λέμε στην Θεία Λειτουργία, «πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα».
Αλλά πρέπει να θέλομε να περιφρονήσομε την ασθένεια. Αν δεν θέλομε είναι δύσκολο δεν μπορούμε να πούμε, «την περιφρονώ». Κι έτσι ενώ νομίζομε ότι την περιφρονούμε κι ότι δεν της δίνομε σημασία εμείς της δίνομε, την έχομε στο μυαλό μας συνέχεια και δεν μπορούμε να έχομε μέσα μας μια ήρεμη κατάσταση. Και αυτό θα σας το αποδείξω. Λέμε: «Πιστεύω ότι θα με θεραπεύσει ο Θεός. Δεν παίρνω φάρμακα. Έτσι θα το κάνω· θα μείνω όλη νύκτα άγρυπνος και θα Τον παρακαλέσω γι’ αυτό το θέμα. Θα μ’ ακούσει ο Θεός». Προσευχόμαστε όλη τη νύκτα, παρακαλούμε, δεόμαστε, ζητάμε, φωνάζομε, εκβιάζομε τον Θεό κι όλους τους αγίους να μας κάνουν καλά. Εκβιάζομε μέρα και νύκτα. Τρέχομε από δω κι από κει. Έ, δεν δείχνομε με όλ’ αυτά ότι δεν την έχομε περιφρονήσει την αρρώστια; Όσο επιμένομε και εκβιάζομε τους αγίους και τον Θεό να γίνομε καλά, τόσο ζούμε την αρρώστια μας. Όσο ενδιαφερόμαστε να τη διώξομε, τόσο τη ζούμε. Γι’ αυτό δεν γίνεται τίποτα. Κι εμείς έχομε την εντύπωση ότι θα γίνει οπωσδήποτε ένα θαύμα· κι όμως στην πραγματικότητα δεν το πιστεύομε κι έτσι δεν γινόμαστε καλά.
Προσευχές κάνομε, δεν παίρνομε φάρμακα· όμως δεν ηρεμούμε και το θαύμα δεν γίνεται. Μα θα πεις: «Δεν πήρα το φάρμακο, πώς δεν πιστεύω;». Κι όμως, στο βάθος υπάρχει μέσα μας αμφιβολία και φόβος και σκεπτόμαστε: «Άραγε θα γίνει αυτό;». Εδώ ισχύει το Γραφικό: «Εάν έχητε πίστιν και μη διακριθήτε ου μόνον το της συκής ποιήσετε, αλλά καν τω όρει τούτω είπητε άρθητι και βλήθητι εις την θάλασσαν, γενήσεται». Όταν η πίστη είναι πραγματική, είτε παίρνεις φάρμακο είτε δεν παίρνεις, θα ενεργήσει. Και με τους γιατρούς και τα φάρμακα ο Θεός ενεργεί.
Όλο το μυστικό είναι η πίστη· αδιάκριτη, απαλή, απλή και αφελής.Εν απλότητι και αφελότητι καρδίας». Δεν είναι θέμα επιβολής (μάλλον θέλει να πει υποβολής). Την «επιβολή» μπορεί να την έχει ένας φακίρης –αυτή η λέξη δεν ακούγεται καλά. Να έχομε πίστη ότι ο Θεός μας υπεραγαπά κι ότι θέλει να γίνομε δικοί Του. Γι’ αυτό επιτρέπει τις ασθένειες μέχρι να παραδοθούμε μ’ εμπιστοσύνη σ’ Αυτόν.
Να αγαπήσομε τον Χριστό και όλα θ’ αλλάξουν στη ζωή μας. Να μην Τον αγαπάμε, για να πάρομε ανταπόδομα, παραδείγματος χάριν την υγεία. Αλλά να Τον αγαπάμε με λαχτάρα, από ευγνωμοσύνη, χωρίς να σκεπτόμαστε τίποτα, μόνο τη θεία αγάπη. Ούτε να προσευχόμαστε με σκοπιμότητα και να λέμε στον Θεό: «Κάνε τον τάδε καλά στην υγεία του, για να έλθει κοντά Σου». Αυτό δεν είναι σωστό, να υποδεικνύομε τρόπους στον Θεό. Πώς να πούμε στον Θεό: «Κάνε με καλά»; Σ’ Αυτόν που τα πάντα γνωρίζει τι να γνωστοποιήσομε; Εμείς θα προσευχηθούμε, αλλά ο Θεός μπορεί να μη θέλει να μας ακούσει.
Ένας άνθρωπος με ρώτησε πριν από καιρό:
-Πότε θα γίνω καλά;
-Ά! του λέω. Άμα λέεις, «πότε θα γίνω καλά;» ποτέ δεν θα γίνεις καλά. Δεν είναι σωστό να παρακαλείς τον Θεό για τέτοια πράγματα. Παρακαλείς με αγωνία τον Θεό να σου πάρει την ασθένεια, αλλ’ αυτή τότε σε αγκαλιάζει και σε σφίγγει πιο πολύ. Δεν πρέπει να παρακαλούμε γι’ αυτό. Ούτε προσευχή να κάνεις γι’ αυτό.
Φοβήθηκε και είπε:
-Να μην κάνω προσευχή!;
-Αλίμονο! Του λέω. Να κάνεις και πολλή προσευχή μάλιστα, αλλά για να συγχωρέσει ο Θεός τις αμαρτίες σου και να σου δώσει τη δύναμη να Τον αγαπήσεις και να Του δοθείς. Διότι όσο παρακαλείς να φύγει η ασθένεια, τόσο αυτή κολλάει πάνω σου, σε αγκαλιάζει, σε σφίγγει και δεν χωρίζεται από κοντά σου. Αν βέβαια σαν άνθρωπος αισθανθείς εσωτερική δυσκολία και αδυναμία, τότε ας παρακαλέσεις ταπεινά τον Κύριο να σου αφαιρέσει την ασθένεια.
Όταν παραδοθούμε στον Χριστό, ειρηνεύει ο πνευματικός μας οργανισμός, με αποτέλεσμα τη φυσιολογική λειτουργία όλων των οργάνων και των αδένων. Όλα επηρεάζονται. Γινόμαστε καλά, παύομε να υποφέρομε. Και καρκίνο να έχομε, αν τα αφήσομε στον Θεό και γαληνεύσει η ψυχή μας, μπορεί η θεία χάρις με τη γαλήνη αυτή να ενεργήσει να φύγει και ο καρκίνος και όλα.
Κι αν θέλετε να μάθετε, και το έλκος του στομάχου από τη νεύρωση δημιουργείται. Το συμπαθητικό σύστημα, ενώ πιέζεται, σφίγγεται και παθαίνει και έτσι δημιουργείται το έλκος. Μια, δυο, τρεις, σφίξιμο, σφίξιμο, σφίξιμο, στενοχώρια, στενοχώρια, στενοχώρια, άγχος, άγχος, άγχος, πώπ! Έλκος. Έλκος ή καρκίνος, εξαρτάται. Όταν στην ψυχή μας υπάρχουν μπερδέματα, επιδρούν στο σώμα και η υγεία δεν πηγαίνει καλά.
Το τέλειο είναι να μην προσευχόμαστε για την υγεία μας. Να μην ευχόμαστε να γίνομε καλά, αλλά να γίνομε καλοί. … Όχι καλοί, δηλαδή ενάρετοι, «να γίνομε αυτό, αυτό, αυτό …», αλλά ν’ αποκτήσομε θείο ζήλο· ν’ αφηνόμαστε με εμπιστοσύνη στην αγάπη Του· να προσευχόμαστε μάλλον για την ψυχή μας.Και την ψυχή μας θα την εννοούμε ενσωματωμένη μέσα στην Εκκλησία, που κεφαλή της είναι ο Χριστός, μαζί με όλους τους συνανθρώπους μας και με όλους τους εν Χριστώ αδελφούς.
Αγαπήστε τον Χριστό. Γίνετε άγιοι. Ριχτείτε μόνο στην φιλία με τον Χριστό, μόνο στην αγάπη Του, μόνο στο θείο έρωτα.
Αν θέλετε να έχετε υγεία και να ζήσετε πολλά χρόνια, ακούστε τι λέει ο σοφός Σολομών: «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου και βουλή αγίων σύνεσις· το δε γνώναι νόμον διανοίας εστίν αγαθής· τούτω γαρ τω τρόπω πολύν ζήσεις χρόνον και προστεθήσεταί σοι έτη ζωής».