Μικρός καθώς ήταν, 13-14 ετών, βρήκε τον τρόπο και έφυγε για το Άγιον Όρος. Εκεί εγκαταστάθηκε στα Καυσοκαλύβια και έγινε υποτακτικός σε ένα κελί, σε δύο πολύ καλά και αυστηρά Γεροντάκια. Έζησε μαζί τους 5-6 χρόνια, έμαθε την καλογερική, την «άκρα» και «χαρούμενη» όπως έλεγε, υπακοή, την καθαρή αγάπη του Θεού και δέχθηκε - άδολο και αγνό παιδί όπως ήταν - το διορατικό χάρισμα. Όμως αρρώστησε άσχημα, και ο Θεός έδειξε ότι ήθελε να τον «μεταθέσει» στον κόσμο, για να μπορέσει να φωτίσει τους ανθρώπους με τη χάρη που είχε, να τους εμπνεύσει, να τους παρηγορήσει, να τους καθοδηγήσει. Έτσι, γύρισε στην πατρίδα του την Εύβοια, όπου εγκαταβίωσε στο Μοναστήρι του Αγίου Χαραλάμπους στο Αυλωνάρι. Εκεί θεραπεύθηκε.
Όταν η Ιερά Μονή του Αγίου Χαραλάμπους έγινε γυναικεία, εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Βάθειας Ευβοίας.
Το 1940 ήρθε στην Αθήνα, όπου διορίσθηκε εφημέριος στον Ιερό Ναό του Αγίου Γερασίμου, στην Πολυκλινική, κοντά στην Ομόνοια. Εκεί υπηρέτησε 33 χρόνια το Θεό και τους ανθρώπους, ζώντας στην ταπεινή αφάνεια και μεγαλουργώντας για τη δόξα του Θεού. Αφού,
Όταν πήρε τη σύνταξη του από τον Άγιο Γεράσιμο, έζησε μερικά χρόνια στον Άγιο Νικόλαο Καλισσίων Πεντέλης και τελικά κατέληξε στο Μήλεσι της Μαλακάσας, κάπου 39 χιλ. από την Αθήνα, στο δρόμο για τη Λαμία, και άλλα 5 χιλ. στο δρόμο προς Ωρωπό, όπου έζησε το ίδιο ταπεινά, παλεύοντας με τις αρρώστιες του, που του χαρίσθηκαν από την αγάπη του Θεού ως «σκόλοψ τη σαρκί, ίνα μη υπεραίρηται».
Ο Γέροντας έφυγε από τη ζωή ταπεινά στο κελί του, στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους, στις 2 Δεκεμβρίου 1991. Είχε την εσωτερική πληροφορία ότι το τέλος ήταν «εγγύς» και ήθελε να πεθάνει ταπεινά, μακριά από τον κόσμο, μέσα στη γαλήνη του Θεού. Κανείς δεν πληροφορήθηκε το θάνατό του, παρά μόνο οι κελιώτες των Καυσοκαλυβίων. Η κηδεία του έγινε ταπεινή, απέριττη, καλογερική, μέσα στο ειρηνικό και σεπτό περιβόλι της Παναγίας.