28 Ιανουαρίου, 2018

Ο ΦΑΡΙΣΑΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΤΕΛΩΝΗΣ





Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 28 Ἰανουαρίου 2018, Τελώνου καί Φαρισαίου (Λουκ. ιη΄ 10-14)
Eἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύ­χετο· ὁ Θεός, εὐχαρι­στῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαβ­βάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.
Μὲ τὴ σημερινὴ Κυριακή, Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, ἀνοίγει τὸ Τριώδιο, ποὺ φθάνει μέχρι τὸ Μέγα Σάββατο. Πρόκειται γιὰ τὴν πλέον κατανυκτικὴ περίοδο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ σὲ βαθύτερη μετάνοια, περισσότερη προσευχὴ καὶ ἐντονότερο πνευματικὸ ἀγώνα. Καθεμία ἀπὸ τὶς Κυριακὲς τοῦ Τριωδίου μὲ τὰ ἱερὰ ἀναγνώσματα καὶ τοὺς σχετικοὺς ὕμνους μᾶς δίνει εὐκαιρίες προβληματισμοῦ καὶ αὐτοκριτικῆς.
1. Βγὲς ἔξω ἀπὸ τὸν ἀτομισμό σου!
Στὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου, τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ­παρουσιάζονται δύο πρόσωπα ποὺ ἀνέβηκαν στὸ Ναὸ γιὰ νὰ προσ­ευχηθοῦν: ὁ Φαρισαῖος καὶ ὁ τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος ἀγέρωχος κατέλαβε ἐπιδεικτικὰ κεντρικὴ καὶ περίοπτη θέση καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται μὲ στόμφο καὶ αὐτοθαυμασμό. «Σταθεὶς πρὸς ἑαυτόν… προσηύχετο». Τὰ λόγια ὅμως τῆς προσευχῆς του, λόγια ὑπερ­ηφάνειας καὶ αὐστηρῆς κριτικῆς τῶν ἄλλων, φανερώνουν ὅτι στὴν οὐσία δὲν ἦλθε γιὰ νὰ προσευχηθεῖ στὸν Θεό, ἀλλὰ γιὰ νὰ προβάλει τὸν ἑαυτό του, τὸν ὁποῖο θεωροῦσε ἀνώτερο ὅλων!
Τὸ ἀρνητικό του παράδειγμα μᾶς δίνει τὴν ἀφορμὴ νὰ ἐπισημάνουμε τὴν τραγικὴ κατάσταση στὴν ὁ­­ποία ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο ἡ ὑπερηφάνεια: Ὁ ὑπερ­ήφανος ἄνθρωπος μπορεῖ φαινομενικὰ νὰ ζεῖ καὶ νὰ στέκεται ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους, ἀλλὰ στὴν οὐσία εἶναι ἐντελῶς ἀπομονωμένος. Ἔχει ὡς κέντρο καὶ διαρκὲς σημεῖο ἀναφορᾶς τὸ ἐγώ του καὶ τίποτε ἄλλο.
Μέσα στὴν Ἐκκλησία ὅμως καλού­μαστε νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς ἐγωιστικῆς μας αὐτάρκειας. Ὀφείλουμε νὰ ταπεινωθοῦμε γιὰ νὰ δεχθοῦμε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὸν ­ἑαυτό μας καὶ νὰ πλησιάσουμε τοὺς ἀδελφούς μας μὲ πνεῦμα ­συγχωρητικότητος καὶ ἀγάπης. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν κοινωνία ἀγάπης. Ἐκεῖ θὰ ­συναντήσουμε τοὺς ἀδελφούς μας καὶ θὰ προσευχηθοῦμε μαζί τους. Θὰ συγ­χωρηθοῦμε καὶ θὰ συγχωρήσουμε ὅ­­­λους, ἀκόμη κι αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἔχουν ἀδικήσει.
Τότε μόνο ἡ προσευχὴ καὶ ἡ λατρεία μας εἶναι γνήσια καὶ εὐάρεστη στὸν Θεό.
2. Τὸ ὀλέθριο πάθος τῆς κατακρίσεως
Ἕνα ἀκόμη φοβερὸ πάθος ποὺ διακρίνει τὸν Φαρισαῖο εἶναι ἡ κατάκριση. Ὁ ταλαίπωρος αὐτὸς ἄνθρωπος θεωρεῖ ὅλους τοὺς ἄλλους ἐνόχους γιὰ μιὰ σειρὰ ἀπὸ ἁμαρτήματα ποὺ ἀπαρι­θμεῖ, ἐνῶ νομίζει ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ἐντελῶς ἀνένοχος!
Τί φοβερὴ διαστροφή… Νὰ ἐντοπίζουμε μὲ ἀκρίβεια καὶ νὰ στηλιτεύουμε μὲ αὐστηρότητα τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων καὶ τὰ δικά μας ἀναρί­θμητα ἐγκλήματα, νὰ τὰ ἀμνηστεύουμε ἐντε­λῶς!
Ὁ Κύριος ὅμως εἶναι σαφὴς καὶ κατηγορηματικὸς στὸ θέμα αὐτό. «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε», μᾶς συνιστᾶ. Γιατί βλέπεις τὸ σκουπιδάκι ποὺ εἶναι στὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου, ἐνῶ τὸ δοκάρι ποὺ εἶναι στὸ δικό σου μάτι δὲν τὸ αἰσθάνεσαι καὶ δὲν τὸ καταλαβαίνεις (Ματθ. ζ΄ 1-5);
Ἂς στρέψουμε τὴν προσοχή μας στὰ δικά μας λάθη καὶ βαρύτατα παραπτώματα κι ἂς μὴν ἀσχολούμαστε μὲ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων. Κι ἂν ἀκόμη βλέπουμε τοὺς ἄλλους νὰ ζοῦν μέσα στὴν ἁμαρτία, ἂς μὴν τοὺς κατακρίνουμε. Νὰ λυπόμαστε καὶ νὰ προσευχόμαστε γιὰ τὴ μετάνοια τὴ δική τους, ὅπως καὶ γιὰ τὴ δική μας.
3. Τελωνικὸ φρόνημα
Ὁ τελώνης συναισθανόταν βαθιὰ τὴν ἁμαρτωλότητά του. Δὲν τολμοῦσε οὔτε κὰν τὰ μάτια του νὰ σηκώσει ψηλὰ πρὸς τὸν οὐρανό. Τὸ ὁμολόγησε καὶ μὲ τὰ λόγια του: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», ἔλεγε, χτυπώντας τὸ στῆθος του. Τὰ λόγια αὐτὰ δὲν τὰ ἔλεγε τυπικά. Ἀπόδειξη, τὸ γεγονὸς ὅτι «οὐκ ἤλγησεν ἐπὶ τῇ κατηγορίᾳ, ἀλλὰ κατεδέξατο τὸ εἰρημένον μετ’ εὐγνωμοσύνης» (ἱερὸς Χρυσόστομος). Δὲν ἀντέδρασε στὰ περιφρονητικὰ λόγια τοῦ Φαρισαίου, οὔτε πόνεσε ἀπὸ τὴν κατηγορία, ἀλλὰ δέχθηκε μὲ εὐγνωμοσύνη τὸν πικρὸ λόγο, διότι πίστευε ὅτι τοῦ ἄξιζε.
Πόσο πολὺ μᾶς διδάσκει ἡ ταπείνωσή του αὐτή! Μπορεῖ κι ἐμεῖς νὰ λέμε εὔκολα ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ ὅταν μᾶς ὑποδείξουν ἕνα λάθος, ἀμέσως ἀντιδροῦμε καὶ προσπαθοῦμε νὰ διασφαλίσουμε τὸ κύρος μας. Ἤ, ἀκόμη κι ἂν παραδεχόμαστε τὸ σφάλμα μας, μᾶς στενοχωρεῖ πολὺ ὅταν τὸ ἀντιλαμβάνονται κι οἱ ἄλλοι! Μήπως τελικὰ δὲν τὸ πιστεύουμε αὐτὸ τὸ «ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»; Ἡ ταπείνωση ἀπαιτεῖ τόλμη καὶ εἰλικρίνεια. Θέλει τόλμη γιὰ νὰ παραδεχθοῦμε τὶς ἀδυναμίες μας. Κι ἔχουμε τόσες πολλές! «Πολλὰ πταίομεν ἅπαντες» (Ἰακ. γ΄ 2). Ἂς ἀνακρίνουμε τὸν ἑαυτό μας κι ἂς ἀγωνιστοῦμε νὰ ἀποκτήσουμε τὸ τελωνικὸ φρόνημα, τὴν εὐλογημένη ταπείνωση, ποὺ ἑλκύει τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ.
ΠΗΓΗ : Ο ΣΩΤΗΡ