
Αυτοί την ρωτάνε: Ο άντρας σου είναι στο σπίτι; Όχι δεν
είναι εδώ, απάντησε εκείνη. Τότε δεν μπορούμε να έρθουμε, της λένε οι γέροντες.
Όταν επέστρεψε ο σύζυγος, η γυναίκα του περίγραψε το περιστατικό. Ας έρθουν,
τώρα που επέστρεψα!
Η γυναίκα βγαίνει έξω να προσκαλέσει ξανά τους γέροντες στο
τραπέζι, μιας και ήταν ακόμη εκεί. Δεν μπορούμε να ...
έρθουμε όλοι, της λένε οι τρεις γέροντες. Η γυναίκα,
έκπληκτη, τους ρωτά γιατί!
Ο πρώτος, λοιπόν, από τους τρεις της εξηγά ξεκινώντας να της
συστήνεται: Είμαι ο Πλούτος, της λέει. Της συστήνει, μετά, τον δεύτερο που
είναι η Ευτυχία. Και, τέλος, τον τρίτο που είναι η Αγάπη. Τώρα, της λένε,
πήγαινε στον άνδρα σου και διαλέξτε ποιος από τους τρεις μας θα έρθει να φάει μαζί
σας. Η γυναίκα επιστρέφει στο σπίτι και διηγείται στον άντρα της αυτά που της
είπαν οι γέροντες.
Ο άνδρας ενθουσιάζεται και λέει: Τι τυχεροί που είμαστε! Να
έρθει ο Πλούτος! Έτσι θα έχουμε όλα όσα επιθυμούμε! Η σύζυγος του όμως δεν
συμφωνούσε: Και γιατί να μην έχουμε τη χαρά της Ευτυχίας; Η κόρη τους που
άκουγε από μια γωνιά, τότε, τους λέει: Δε θα ταν καλύτερα να καλούσαμε την
Αγάπη; Το σπίτι μας θα είναι πάντα γεμάτο αγάπη! Ας ακούσουμε αυτό που λέει η
κόρη μας, λέει ο σύζυγος στη γυναίκα του.Πήγαινε έξω και πες στην Αγάπη να
περάσει στο σπιτικό μας.
Η γυναίκα βγαίνει έξω και ρωτά: Ποιος από εσάς είναι η
Αγάπη; Ας έρθει να δειπνήσει μαζί μας. Η Αγάπη τότε ξεκινά να προχωρά προς το
σπίτι και οι δύο άλλοι να τον ακολουθούν! Έκπληκτη η γυναίκα, ρωτά τον Πλούτο
και την Ευτυχία: Εγώ κάλεσα μόνο την Αγάπη. Γιατί έρχεστε κι εσείς; Και
απαντούν κι οι τρεις γέροντες μαζί: Αν είχες καλέσει τον Πλούτο ή την Ευτυχία,
οι άλλοι δύο θα έμεναν απέξω. Τώρα όμως που κάλεσες την Αγάπη, όπου πάει η
Αγάπη, πάμε κι εμείς μαζί της!