Λένε για μια γυναίκα που της πέθανε ο γιος της, πως γύρευε τρόπο να τον γυρίσει πίσω κοντά της, μέχρι που τα βήματά της την έφεραν σε κάποιον ερημίτη που ζούσε σε μια σπηλιά.
– Τι μπορείς να κάνεις για να μου τον φέρεις πίσω; τον ρώτησε.
Εκείνος αντι να της εξηγεί οτι είναι παράλογα αυτά που του ζητά, ήρεμα της λέει:
– Αν μου φέρεις ένα κόκκο σουσάμι απο σπίτι που δεν έχει γνωρίσει πόνο τότε κι εγώ θα εξαφανίσω τον δικό σου.
Η γυναίκα ξεκίνησε την αναζήτηση. Πήγε στη πόλη και έπιασε να ρωτάει ένα ένα τα σπίτια.
Όμως όπου κι αν πήγαινε έπαιρνε την ίδια απάντηση:
– Μα τι ζητάς καλή μου; Εδώ να δεις τι μας τρέχει!
Της έλεγαν τι περνούσαν κι εκείνη, έτσι καλόκαρδη που ήταν, έμενε και τους παράστεκε στον πόνο τους.
Έφευγε απο το ένα σπίτι, πήγαινε στο διπλανό. Ζητούσε το μαγικό σουσάμι, της έλεγαν τα δικά τους βάσανα, αυτή έμενε, τους βοηθούσε, μέχρι που τέλειωσαν όλα τα σπίτια, τα ξενοδοχεία, τα καταστήματα.
Δεν χρειάστηκε να γυρίσει στον ερημίτη. Βοηθώντας τους άλλους να τα βγάλουν πέρα με τον πόνο τους, ξέχασε τον δικό της.
Έτσι κι εμείς!
– Τι μπορείς να κάνεις για να μου τον φέρεις πίσω; τον ρώτησε.
Εκείνος αντι να της εξηγεί οτι είναι παράλογα αυτά που του ζητά, ήρεμα της λέει:
– Αν μου φέρεις ένα κόκκο σουσάμι απο σπίτι που δεν έχει γνωρίσει πόνο τότε κι εγώ θα εξαφανίσω τον δικό σου.
Η γυναίκα ξεκίνησε την αναζήτηση. Πήγε στη πόλη και έπιασε να ρωτάει ένα ένα τα σπίτια.
Όμως όπου κι αν πήγαινε έπαιρνε την ίδια απάντηση:
– Μα τι ζητάς καλή μου; Εδώ να δεις τι μας τρέχει!
Της έλεγαν τι περνούσαν κι εκείνη, έτσι καλόκαρδη που ήταν, έμενε και τους παράστεκε στον πόνο τους.
Έφευγε απο το ένα σπίτι, πήγαινε στο διπλανό. Ζητούσε το μαγικό σουσάμι, της έλεγαν τα δικά τους βάσανα, αυτή έμενε, τους βοηθούσε, μέχρι που τέλειωσαν όλα τα σπίτια, τα ξενοδοχεία, τα καταστήματα.
Δεν χρειάστηκε να γυρίσει στον ερημίτη. Βοηθώντας τους άλλους να τα βγάλουν πέρα με τον πόνο τους, ξέχασε τον δικό της.
Έτσι κι εμείς!