17 Φεβρουαρίου, 2015

Περί νηστείας λόγος.



Ἂς σταθοῦμε σήμερα στὸ θέμα τῆς  νηστείας ἐν ὄψει μάλιστα τῆς ἀρχῆς τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τῆς κατ’ ἐξοχὴν κατανυκτικῆς καὶ ἀγωνιστικῆς αὐτῆς περιόδου τοῦ ὅλου  ἐνιαυτοῦ τῆς Ἐκκλησίας μας.
  Ἴσως θεωροῦμε ὅτι τὸ θέμα «νηστεία» εἶναι παλαιὸ θέμα. Ναί, εἶναι παλαιό, ὅσο καὶ ἡ ἀνθρωπότης. Γράφει σχετικὰ ὁ Μ. Βασίλειος: «Δεῦρο δὴ διὰ τῆς ἱστορίας βαδίζων, ἀνερεύνησον τὴν ἀρχαιογονίαν αὐτῆς. Οὐ γὰρ νεώτερον τὸ ἐφεύρημα· πατέρων ἐστί τὸ κειμήλιον. Πᾶν τὸ ἀρχαιότητι διαφέρον, αἰδέσιμον. Δυσωπήθητι τὴν πολιὰν τῆς νηστείας. Συνηλικιῶτίς ἐστι τῆς ἀνθρωπότητος· νηστεία ἐν τῷ παραδείσῳ  ἐνομοθετήθη» (Λόγος περὶ νηστείας, Α΄, 3 ΒΕΠΕΣ 54, 12). Ὁ Ἀδὰμ ἔλαβε στὸν παράδεισο τὴν ἐντολὴν «ἀπὸ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν οὐ φάγεσθε».  Σ’ αὐτὸ τὸ «οὐ φάγεσθε» εὑρίσκεται ἡ ἔννοια τῆς  νηστείας. Ἀλλὰ εἶναι καὶ γνωστὸ θέμα γιατὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κάτι ἔχουν ἀκούσει γι’ αὐτό, ἔχουν νηστέψει λίγο ἢ πολὺ ἰδιαίτερα ἐδῶ στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο. 
  Ὡστόσο τὰ θέματα τὰ πνευματικὰ δὲν εἶναι πρόσκαιρα, φευγαλέα, ἐφήμερα, Ἔχουν σχέση μὲ τὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἀνάγκη νὰ τὰ φέρνουμε πάντοτε ἐνώπιόν μας,  νὰ τὰ μελετοῦμε, καὶ  νὰ τὰ θέτουμε σὲ ἐφαρμογὴν στὴν καθημερινή μας ζωή. Ὑπάρχει ἐξ ἄλλου καὶ ἡ λησμοσύνη, ἡ ἄγνοια, ἡ ἡμιμάθεια, ἡ διαστρέβλωσις, ἡ πλάνη καὶ τελικὰ καὶ ὁ πόλεμος τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος καὶ δὲν θέλει ἐπ’ οὐδενὶ τὴν κατὰ Θεὸν προκοπὴν τοῦ ἀνθρώπου, γιατὶ γνωρίζει ὅτι  «νηστεία ὅπλον ἐστὶ πρὸς τὴν κατὰ τῶν δαιμόνων στρατιάν» (ὅπ. παρ.).
  Τί εἶναι λοιπὸν ἡ νηστεία; Κατ’ ἀρχὴν ἡ λέξη νηστεία εἶναι σύνθετη λέξη ἀπὸ τὸ ἀρνητικὸ νη καὶ τὸ ρῆμα ἐσθίω. Νῆστις δὲ σημαίνει αὐτὸς ποὺ δὲν ἐσθίει, δὲν τρώγει. Νηστεία εἶναι ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τροφές, εἴτε πλήρης ἀποχὴ, εἴτε μερική. Κατ’ ἀκολουθίαν οἱ τροφὲς διακρίνονται σὲ νηστήσιμες καὶ ἀρτυμένες (ἀπὸ τὸ ρῆμα ἀρτύω [καὶ ἀρταίνω] ποὺ σημαίνει μαγειρεύω ἕνα φαγητό, καρυκεύω). Ἡ νηστεία τυγχάνει  παλαιότατος θεσμὸς στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἕνα πνευματικὸ μέσο, μία ἄσκηση, μία πνευματικὴ γυμνασία, ἕνα ὅπλο τοῦ πνεύματος γιὰ τὴν ὑπερνίκηση τῶν παθῶν καὶ τὴν ἀπόκτηση τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν. Εἶναι προσέτι ἐκδήλωσις πένθους καὶ συντριβῆς γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας.
Πρωτίστως δὲν εἶναι αὐτοσκοπός, οὔτε ἔχει σχέση μὲ κοσμικοῦ τύπου δίαιτες. 
  Γιὰ τὸ ὅλο θέμα τῆς νηστείας πρότυπό  μας εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος στὴν ἐρημο πρὶν ἀρχίσει τὸ δημόσιο ἔργο Του γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ἔμεινε 40 ἡμέρας «ἐν νηστείᾳ» (Ματθ. 4, 2)  καὶ μᾶς εἶπε ἀκόμη ὅτι τὸ γένος τῶν δαιμόνων, ποὺ πειράζει τὸν ἄνθρωπο, «ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν, εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» (Μαρκ. 9, 29). 
  Οἱ Ἀπόστολοι στὴ συνέχεια καὶ οἱ θεοφόροι Πατέρες, καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι καὶ ἰδίᾳ οἱ ἀσκητικοὶ πατέρες κήρυξαν, ἔγραψαν, ἐφήρμοσαν στὴ ζωή τους τὴν νηστεία. Παραθέτουμε θέσεις τῶν ἁγίων Πατέρων γιὰ τὴ νηστεία.  «Ἐπειδὴ οὐκ ἐνηστεύσαμεν, ἐξεπέσομεν τοῦ παραδείσου· νηστεύσωμεν τοίνυν, ἵνα πρὸς αὐτὸν ἐπανέλθωμεν» (Μ. Βασίλειος, ὅπ. παρ.). «Νηστεία ἐστί γαλήνη τῶν ἡμετέρων ψυχῶν, ἡ τῶν γεγηρακότων εὐκοσμία, ἡ τῶν νέων παιδαγωγός, ἡ τῶν σωφρονούντων διδάσκαλος, ἡ πᾶσαν ἡλικίαν καὶ φύσιν καθάπερ διαδήματί τινι κατακοσμοῦσα» (Ἰ. Χρυσόστομος, Εἰς τὴν Γένεσιν, Β΄, 1 P.G. 52, 27). «Δρόμος μέγας εἰς πᾶν ἀγαθὸν ἐστιν ἡ νηστεία ἡ μετὰ διακρίσεως· καὶ ὁ ἀμελῶν αὐτῆς πᾶν ἀγαθὸν διασείει» (Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, Τὰ εὑρεθέντα ἀσκητικά…, Ἀθῆναι 18952,, σελ. 334).  «Νηστεία ἐστὶ βία φύσεως καὶ περιτομὴ ἡδύτητος λάρυγγος, πυρώσεως ἐκτομή, πονηρῶν ἐννοιῶν ἐκκοπή, ἐνυπνιασμῶν ἐλευθερία, προσευχῆς καθαρότης· ψυχῆς φωστήρ, νοὸς φυλακή» (Ἰωάννης τῆς Κλίμακος,Κλῖμαξ, 14, P.G. 88, 869A). «Ἡ νηστεία τὴν  μὲν ἐπιθυμίαν μαραίνει, τῇ δὲ προσευχῇ τὸν νοῦν καθαίρει καὶ πρὸς τὴν ὄντως θεωρίαν παρασκευάζει» (Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Φιλοκαλία, Ἀθῆναι 19573 , τομ. Β΄, σελ. 11).
  Ὡστόσο ἡ Ἐκκλησία ἔχει κανονίσει  τὴν νηστεία, οὔτε ὡς ὑπερβολὴ οὔτε ὡς ὑποβάθμιση. Πρωτίστως ὑπάρχει καὶ ἔχει θεσμοθετηθεῖ ἡ νηστεία τῆς Τετάρτης (γιὰ τὴν προδοσία τοῦ Χριστοῦ) καὶ τῆς Παρασκευῆς (γιὰ τὴν Σταύρωση) καὶ ἡ νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Οἱ ἱεροὶ κανόνες διακελεύουν συγκεκριμένα τὰ ἑξῆς: «Οὐκ ἐγκαλέσει τις ἡμῖν παρατηρουμένοις Τετράδα καὶ Παρασκευήν, ἐν αἷς καὶ νηστεύειν ἡμῖν κατὰ παράδοσιν εὐλόγως προστέτακται. Τὴν μὲν γὰρ Τετράδα διὰ τὸ γινόμενον συμβούλιον ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων ἐπὶ τῇ προδοσίᾳ τοῦ Κυρίου· τὴν δὲ Παρασκευήν, διὰ τὸ πεπονθέναι αὐτὸν ὑπὲρ ἡμῶν» (15ος Καν. Ἁγίου Πέτρου Ἀλεξανδρείας).  Ὁ 69ος Ἀποστ. Κανὼν ὁρίζει: «Εἴ τις Ἐπίσκοπος, ἢ Πρεσβύτερος, ἢ Διάκονος, ἢ Ὑποδιάκονος, ἢ Ἀναγνώστης, ἢ Ψάλτης, τὴν ἁγίαν Τεσσαρακοστὴν οὐ νηστεύει, ἢ Τετράδα, ἢ Παρασκευήν, καθαιρείσθω. Ἐκτὸς εἰμὴ δι’ ἀσθένειαν σωματικὴν ἐμποδίζοιτο. Ἐὰν δὲ λαϊκὸς ᾖ, ἀφοριζέσθω». Ἐπίσης ὁ 50ος Κανὼν τῆς Λαοδικείας διακελεύει: «Ὅτι οὐ δεῖ ἐν Τεσσαρακοστῇ τῇ ὑστέρᾳ ἑβδομάδι τὴν Πέμπτην λύειν, καὶ ὅλην τὴν Τεσσαρακοστὴν ἀτιμάζειν, ἀλλὰ δεῖ πᾶσαν τὴν Τεσσαρακοστὴν νηστεύειν ξηροφαγοῦντας». Βεβαίως ὑπαρχουν καὶ ἄλλες ἡμέρες νηστείας, ὅπως πρὸ τῶν Χριστουγέννων, τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τοῦ Δεκαπενταυγούστου, τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων, τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τῆς ἀποτομῆς τῆς Τιμίας Κεφαλῆς τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου κἄ.).
  Ὀφείλουμε ὅμως νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι στὴ χριστιανιὴ ζωὴ ὅταν ὁμιλοῦμε περὶ νηστείας δὲν ἐννοοῦμε μόνον τὴν ἀποχὴ ἀπὸ ὡρισμένα φαγητά. Δὲν εἶναι ἡ νηστεία μόνο ἡ διάκριση τῶν τροφῶν καὶ ἡ ἀποχὴ βρωμάτων, ἡ νηστεία ὡς ἀλλαγὴ διαιτολογίου καὶ ἀποτοξίνωση τοῦ ὀργανισμοῦ τοῦ σώματος. Παράλληλα ἔχουμε καὶ τὴν πνευματικὴ νηστεία. Ὡραιότατα ὁ Μ.  Βασίλειος γράφει: «Ἀληθὴς νηστεία ἡ τοῦ κακοῦ ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους, ἐπιορκίας. Ἡ τούτων ἔνδεια νηστεία ἐστίν ἀληθής» (Περὶ νηστείας Λόγος Β΄, 7, ΒΕΠΕΣ 54, 26).  Πρόκειται ἐπακριβῶς γιὰ τὴν  νηστεία ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὴν  ἁμαρτία. Τοῦτο εἶναι λίαν σημαντικὸ γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ ζωή.
Στὴν ὑμνολογία μάλιστα τῶν ἡμερῶν τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς  εὑρίσκουμε  ὑπέροχους ὕμνους καὶ θαυμάσιες ἐκφράσεις καὶ  λέξεις γιὰ τὴν ἀληθινὴ νηστεία καὶ τὸ βαθύτερο νόημά της. «Νηστεύοντες ἀδελφοὶ σωματικῶς νηστεύσωμεν καὶ πνευματικῶς, λύσωμεν πάντα σύνδεσμον ἀδικίας· διαρρήξωμεν στραγγαλιὰς βιαίων συναλλαγμάτων· πᾶσαν συγγραφὴν ἄδικον διασπάσωμεν· δώσωμεν πεινῶσιν ἄρτον καὶ πτωχοὺς ἀστέγους εἰσαγάγωμεν εἰς οἴκους, ἵνα λάβωμεν παρὰ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ τὸ μέγα ἔλεος» ( Στιχηρὸ ἰδιόμελο Ἑσπερινοῦ Τετάρτης Α΄ Ἑβδομάδος).
Συνεπῶς δὲν ἀρκεῖ νὰ ἔχουμε μόνο ὑπ’ ὄψιν μας τὴν νηστεία τροφῶν. Χρειάζεται καὶ ἡ πνευματικὴ νηστεία. Ἡ οὐσία τοῦ νοήματος τῆς νηστείας πρέπει νὰ γίνει κατανοητὴ ἀπ’ ὅλους μας. Αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴν ἔκφραση  τῆς ἐσωτερικῆς στροφῆς τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό. Οἱ χριστιανοὶ δὲν εἶναι σωματοκτόνοι ἀλλὰ παθοκτόνοι κατὰ τὴν «Φιλοκαλία».
Ἄσκηση λοιπὸν ἡ νηστεία. «Φυλακὴ τῶν πέντε αἰσθήσεων», ὡς λέγει στὸ περίφημο σύγγραμμά του  ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Ἡ νηστεία βοηθᾶ τὸν πιστὸ στὴ σωφροσύνη, στὴν ἐγκράτεια, στὴν πραότητα, στὴν ἐλεημοσύνη, στὴν ἀπάθεια.  Μέσον ἐξαγνισμοῦ ποὺ βοηθᾶ στὴν προσευχή, ἀποβλέπει στὴν χαλιναγώγηση τοῦ σώματος καὶ τυγχάνει μήτηρ σωφροσύνης καὶ ἀρχὴ μετανοίας. 
Ἂς μὴ περιφρονήσουμε τὴν νηστεία. Ἔχουμε χρέος νὰ τὴν φυλάττουμε. Ἐκεῖνος ποὺ τὴν περιφρονεῖ  ἢ ἀδιαφορεῖ, ζεῖ ἀλλοτριωμένος πνευματικά. Ἡ νηστεία εἶναι παιδαγωγὸς τῆς νεότητος καὶ στολισμὸς γερόντων·  Εἶναι λίαν εὐεργετικὴ γιὰ ὅλους μας.
Ἔρχεται καὶ  ὑπενθυμίζει τὴν ἐξορία τοῦ Ἀδάμ, τὴν ἀκρασία μας καὶ τὴν ἐκπεσοῦσα κατάστασή μας, ἔρχεται ὡς  ὁδὸς  ἐπανόδου  στὸν Παράδεισο!
Στὴν ποικίλη ἀλλοτρίωση καὶ παθογένεια τῆς  καταναλωτικῆς κοινωνίας μας, ἡ νηστεία ἀποτελεῖ  ἕνα ἰσχυρὸ ἀντίδοτο. Νὰ τὴν σπουδάσουμε καὶ νὰ τὴν ἐφαρμόσουμε ὄχι μὲ πνεῦμα μονομέρειας ἀλλὰ ὡς ἕνα συνολικὸ πνευματικὸ ἄθλημα.
Λοιπόν, δεῦτε νηστεύοντες προσάξωμεν δάκρυα μετανοίας. Ὁ καιρὸς ἔφθασε. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἀνοίγει. Νηστείαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ!