09 Δεκεμβρίου, 2016

Ο βίος του αγίου Σπυρίδωνος- πώς συνδέθηκε με την Κέρκυρα;- η πολλαπλή σωτηρία του νησιού από τον άγιο.

Ο βίος του- κείμενο Φ. Κόντογλου- εικονική περιήγηση στο ναό του στην Κέρκυρα -βίντεο-παραδόσεις και  υλικό για παιδιά.


(κείμενο και για παιδιά- από το περιοδικό Προς τη Νίκη, Δεκέμβριος 2013)
img_5917_smaller__11759Ἄς πάρουμε τό πλοῖο πού θά μᾶς ταξιδέψει στά νερά τοῦ Ἰονίου πελάγους καί θά μᾶς ὁδηγήσει στό πανέμορφο νησί τῶν Φαιάκων, τήν περίφημη Κέρκυρα. Ἐκεῖ μᾶς περιμένει ἕνα ἐκπληκτικό θαῦμα: Ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ὁ ὁποῖος ἔζησε πρίν ἀπό 1700 χρόνια περίπου κι ὅμως τό ἱερό λείψανότου διατηρεῖται ὁλόσωμο καί ἄφθο ρο καί ἐπιτελεῖ διαρκῶς θαύματα!
***
Ὁ ἅγιος Σπυρίδων ἔζησε τόν 4ο αἰώνα στήν Κύπρο. Ἦταν ἄνθρωπος ὀλιγογράμματος καί ἐργαζόταν ὡς βοσκός. Ξεχώριζε γιά τήν πίστη στό Θεό, τήν ἁπλότητα, τήν ταπείνωση ἀλλά καί τήν ἀγάπη του, πού ἐκδηλωνόταν μέ διαφόρους τρόπους σέ κάθε ἄνθρωπο πού εἶχε κάποια ἀνάγκη. Ἡ φήμη τῆς μεγάλης ἀρετῆς του ἔγινε αἰτία νά τόν
ἐκλέξουν ἐπίσκοπο τῆς μικρῆς πόλης τῆς Τριμυθοῦντος τῆς Κύπρου. Ὡς ἐπίσκοπος συνέχισε νά φέρεται μέ τήν ἴδια ἁπλότητα πού εἶχε καί ὡς βοσκός. 
Ὅταν λειτουργοῦσε, τόν ὑπηρετοῦσαν ἄγγελοι καί μαζί τους ὁ ἐνάρετος ἐπίσκοπος δοξολογοῦσε τόν Θεό! Προσευχόταν μέ τόσο δυνατή πίστη, ὥστε ἔφερνε βροχή σέκαιρό ξηρασίας, θεράπευε ἀσθενεῖς, ὁδηγοῦσε στή μετάνοια, ἀνάσταινε ἀκόμη καί νεκρούς!
Ἄν καί δέν εἶχε ἀποκτήσει κοσμική μόρφωση, γνώριζε καλά τήν ὀρ θόδοξη πίστη καί τήν ὑπερασπίστηκε μέ ἁπλό καί θαυμαστό τρό πο στήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο, ντροπιάζοντας τόν αἱρετι κό Ἄρειο καί ὅλη τή συνοδεία του. Ὁ ταπεινός αὐτός ἐπίσκοπος παρέδωσε εἰρηνικά τήν ψυχή του στόν ἅγιο Θεό στίς 12 Δεκεμβρί ου 348 μ.Χ.,σέ ἡλικία 78 ἐ τῶν.
Ὁ ἅγιος Σπυρίδων ὑπῆρξε γέννημα καί θρέμμα τῆς νήσου τῶν Ἁγίων, τῆς Κύπρου, ἡ ὁποία τόν τιμᾶ μέ σεμνή καύχηση καί καταφεύγει στήν προστασία του.
Πῶς ὅμως συνδέθηκε ὁ Ἅγιος μέ τήν Κέρκυρα, ἀφοῦ οὔτε μιά φορά δέν τήν ἐπισκέφθηκε ὅσο ζοῦσε;
Ἀφοῦ πέρασαν μερικά χρόνια μετά τήν κοίμηση τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του
κι οἱ πιστοί χριστιανοί διαπίστωσαν μέ θαυμασμό ὅτι τό σῶμα του εἶχε διατηρηθεῖ ἀκέραιο κι ἀλώβητο ἀπό τή φυσική φθορά. Ἔτσι τοποθέτησαν τό ἱερό του λείψανο σέ εἰδική λάρνακα γιά νά τό προσκυνοῦν καί νά λαμβάνουν χάρη καί εὐλογία. Ὡστόσο, ὅταν ἄρχισαν οἱ ἀραβικές ἐπιδρομές στήν Κύπρο (648 μ.Χ.) τό ἱερό λείψανο μεταφέρθηκε γιά ἀσφάλεια στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου παρέμεινε μέχρι τήν Ἅλωση. Ἔπειτα τό τίμιο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου, προκειμένου νά μήν βεβηλωθεῖ ἀπό τούς Τούρκους, μεταφέρθηκε κρυφά στήν Κέρκυρα, ὅ που φυλάσσεται μέχρι σήμερα.
Ἀπό τότε ἡ ἱστορία τῆς Κέρκυρας καί ἡ ζωή των κατοίκων της συνδέθηκε σέ τόσο μεγάλο βαθμό μέ τόν Ἅγιο, ὥστε Κέρκυρα καί ἅγιος Σπυρίδωννά ἀποτελοῦν πλέον ἕναν ἀδιάρρηκτο δεσμό, μία ἑνιαία ταυτότητα. Αὐτόδέν συμβαίνει μόνο ἐπειδή ἡ Κέρκυρα ἀξιώθηκε νά διαφυλάττει τόν ἀνεκτίμητο θησαυρό τοῦ ἱεροῦ του λειψάνου, ἀλλά καί διότι ὁ ἅγιος Σπυρίδων ἀπό τήν πρώτη κιόλας στιγμή πού τό ἄφθαρτο σκήνωμά του βρέθηκε στήν Κέρκυρα ἀ νέλαβε τόνησί κάτω ἀπό τήν προστασία του. Αὐτό ἄλλωστε ἀποδεικνύει ἡ τιμή καί ἡ εὐγνωμοσύνη μέ τήν ὁποία περιβάλλουν τόν Ἅγιο οἱ Κερκυραῖοι, οἱ ὁποῖοι ἐ κτός ἀπό τήν ἡμέρα τῆς μνήμης του στίς 12 Δεκεμβρίου, ἑορτάζουν καί ἄλλες ἡμέρες τήν ἀνάμνηση διαφόρων θαυμάτων του καί περιφέρουν τό ἱερό σκήνωμά του μέ λαμπρές λιτανεῖες τέσσερις φορές τό χρόνο.
Τέσσερις ξεχωριστές ἡμέρες κατά τίς ὁποῖες ἡ βενετοκρατούμενη Κέρκυρα σώθηκε εἴτε ἀπό θανατηφόρες ἀσθένειες, εἴτε ἀπό τήν πείνα εἴτε ἀπό ἐχθρικές ἐπιδρομές.
Πιό συγκεκριμένα, τό 1553 ὁ Ἅγιος ἔ σωσε τό νησί ἀπό τήν ἔλλειψη σιταριοῦ καί τήν πείνα. Ἦταν Μέγα Σάββατο καί τρία πλοῖα φορτωμένα μέ σιτάρι ταξίδευαν πρός τήν Ἰταλία. Ξαφνικά οἱ ναῦτες εἶδαν ἕνα ρασοφόρο γέροντα νά τούς δείχνει ἄλλη κατεύθυνση. Τήν ἴδια ὥρα ἄκουσαν ἐπιβλητική καί δυνατή μία φωνή: «Στήν Κέρκυρα νά πᾶτε. Πεινοῦν οἱ ἄνθρωποι… Πηγαίνετε καί θά πληρωθεῖτε ἐκεῖ». Καί πράγματι πῆγαν. Καί οἱ Κερκυραῖοι, ὅταν συνειδητοποίησαν μέ ποιό τρόπο ἦλθε τό ἀπρόσμενο δῶρο, εὐχαρίστησαν τόν Θεό καί τόν ἅγιο προστάτη τους. Γιά τό λόγο αὐτό καθιερώθηκε ἡ λιτανεία τοῦ Μεγάλου Σαββάτου.
Τό 1630 ἀλλά καί τό 1673, ὅταν ἡ ἐπιδημία τῆς πανώλης σκόρπιζε τό θάνατο στό νησί, οἱ παρακλήσεις στόν ἅγιο Σπυρίδωνα προκάλεσαν τήν ἐπέμβασή του, ὥστε νά ἐξαφανιστεῖ κά θε ἴχνος ἀπό τήν ἀ σθένεια. Ἔτσι καθι ερώ θηκαν ἀντιστοίχως ἡ λιτανεία τῆς Κυριακῆς τῶνΒαΐων καί ἡ λιτανεία κάθε πρώτη Κυριακή τοῦ Νοεμβρίου. Τέλος, τό 1716 ὁ Ἅγιος ἀπάλλαξε τό νη σί ἀπό τήν πολιορκία τῶν Τούρκων. Γιά τό λόγο αὐτό καθιε ρώθη κε ἡ λιτανεία τῆς 11ης Αὐγούστου.
Τό 1718, ὅταν ὁ Βενετός διοικητής Ἀν δρέας Πιζάνης ἐπέμενε νά τοποθετήσει ἁγία Τράπεζα γιά νά λειτουργοῦν οἱ παπικοί μέσα στό ναό τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, ὁ Ἅγιος μέ θαυμαστό τρόπο ἐπενέβη καί ἀπέτρε ψε τή βεβήλωση αὐτή. Ἡ ἀνάμνηση τοῦ θαύματος ἑορτάζεται κά θε χρόνο στίς 12 Νοεμβρίου.
Ἀλλά καί στίς 28 Ὀκτωβρίου 1940, χάρη στήν θαυματουργική ἐπέμβαση τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, ἡ Κέρκυρα ἔ μεινε ἀλώβητη στίς ἐπιθέσεις τῶν Ἰταλῶν. Οἱ ἐχθρικές βόμβες δέν ἔβρισκαν τό στόχο τους, ἀλλά ἔπεφταν στή θάλασσα. Μία μόνο βόμβα ἔπεσε μέσα στό γυναικωνίτη τοῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, ἀλλά αὐτή δέν ἐξερρά γη, γιά νά γίνει ἀκόμη πιό χειροπιαστό τό θαῦμα τῆς προστασίας τοῦ Ἁγίου.
Κι εἶναι πολλά ἀκόμη –ἀμέτρητα– τά γνωστά καί ἄγνωστα θαύματα τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, τά ὁποῖα ἔζησαν προσωπικά ὅ σοι εὐλαβοῦνται τόν Ἅγιο καί ζητοῦν μέ πίστη τή βοήθειά του. Εἶναι ὁλοφάνερο λοιπόν γιατί ὁ ἅγιος Σπυρίδων εἶναι καί θεωρεῖται πολιοῦχος τῆς Κέρκυρας. Κι εἶναι ἀκόμη πιό ὁλοφάνε ρο ὅτι κάθε πόλη καί χώρα πού καταφεύγει στή χάρη τῶν Ἁγίων, ἀπολαμβάνει τή θαυματουρ γική προστασία τους.

Ο βίο του αγίου Σπυρίδωνος σε βίντεο από το optiko.net


Ὁ Ἅγιος Σπυρίδων. Προστάτης τῶν Φτωχῶν, Πατέρας τῶν Ὀρφανῶν, Δάσκαλος τῶν Ἁμαρτωλῶν (Φώτης Κόντογλου)

(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)

Ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον τιμημένους ἁγίους της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ποὺ τὸν ἐπικαλοῦνται οἱ χριστιανοὶ στὶς περιστάσεις ὅπως τὸν ἅγιο Νικόλαο, τὸν ἅγιο Γεώργιο καὶ τὸν ἅγιο Δημήτριο. Τὸ τίμιο λείψανό του τὸ ἔχει ἡ Κέρκυρα, ὅπως ἡ Ζάκυνθος ἔχει τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Διονυσίου κ᾿ ἡ Κεφαλληνία τὸν ἅγιο Γεράσιμο.
Γεννήθηκε στὸν καιρὸ τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου στὸ νησὶ τῆς Κύπρου, ἀπὸ γονιοὺς φτωχούς. Γι᾿ αὐτὸ στὰ μικρὰ χρόνια του ἤτανε τσομπάνης καὶ φύλαγε πρόβατα. Ἤτανε πολὺ ἁπλὸς στὴ γνώμη σὰν τοὺς ψαράδες ποὺ διάλεξε ὁ Χριστὸς νὰ τοὺς κάνει μαθητές του. Σὰν ἦρθε σὲ ἡλικία, παντρεύθηκε, καὶ μετὰ χρόνια χήρεψε, καὶ τόση ἤτανε ἡ ἀρετή του, ποὺ τὸν κάνανε ἐπίσκοπο σὲ μία πολιτεία λεγόμενη Τριμυθοῦντα, μ᾿ ὅλο ποὺ ἤτανε ὁλότελα ἀγράμματος. Παίρνοντας αὐτὸ τὸ πνευματικὸ ἀξίωμα ἔγινε ἀκόμα ἁπλούστερος καὶ ταπεινός, καὶ ποίμανε τὰ λογικὰ πρόβατα ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Χριστὸς μὲ ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ μὲ αὐστηρότητα ὡσὰν ὑπεύθυνος ὅπου ἤτανε γιὰ τὴ σωτηρία τους. Ἤτανε προστάτης τῶν φτωχῶν, πατέρας τῶν ὀρφανῶν, δάσκαλος τῶν ἁμαρτωλῶν. Καὶ εἶχε τέτοια καθαρότητα καὶ ἁγιότητα, ποὺ τοῦ δόθηκε ἡ χάρη ἄνωθεν νὰ κάνει πολλὰ θαύματα, γιὰ τοῦτο ὀνομάσθηκε θαυματουργός. Μὲ τὴν προσευχή του μάζευε τὰ σύννεφα κ᾿ ἔβρεχε σὲ καιρὸ ξηρασίας, γιάτρευε τὶς ἀρρώστιες, τιμωροῦσε τοὺς πονηροὺς ἀνθρώπους, ὅπως ἔκανε μὲ κάποιους μαυραγορίτες ποὺ γκρέμνισε τὶς ἀποθῆκες ποὺ φυλάγανε τὸ σιτάρι, ἐνῶ ὁ κόσμος πέθαινε ἀπὸ τὴν πείνα, καὶ καταπλακωθήκανε μαζὶ μὲ τὸ σιτάρι: «καὶ μελετώμενον λιμὸν παρὰ τῶν σιτοκαπήλων, ἔλυσε, συμπεσουσῶν αὐτοίς, τῶν ἀποθηκῶν αἷς τὸν σίτον συνέσχον». Καὶ μ᾿ ὅλα αὐτὰ ἐζοῦσε μὲ τόση φτώχεια, ποὺ σὰν πῆγε κάποτε ἕνας φτωχὸς νὰ τὸν βοηθήσει γιὰ νὰ πληρώσει κάποιο χρέος του, δὲν εἶχε νὰ τοῦ δώσει τίποτα, καὶ μὲ θαῦμα ἔκανε μαλαματένιο ἕνα φίδι ποὺ βρέθηκε σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μέρος, καὶ τὸ ἔδωσε στὸν φτωχό, κ᾿ ἐκεῖνος τὸ ἕλιωσε καὶ πλήρωσε τὸ χρέος του. Ἄλλη φορὰ πάλι ἔγινε κατακλυσμός, καὶ τὰ ποτάμια ξεχειλίσανε καὶ πλημμύρισε ἡ χώρα, κι᾿ ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας προσευχήθηκε καὶ τραβήξανε τὰ νερὰ καὶ στέγνωσε ὁ νεροπατημένος τόπος. Γιάτρεψε καὶ τὸν βασιλέα Κωνσταντῖνον ποὺ εἶχε ἀρρωστήσει ἀπὸ κάποια ἀγιάτρευτη ἀρρώστια, ἕνα διάκο ποὺ βουβάθηκε τὸν ἔκανε καλά, κακοὺς καὶ πλεονέκτες ἀνθρώπους ἐτιμώρησε μὲ ὑπερφυσικὴ δύναμη, καὶ πλῆθος ἄλλα θαύματα ἔκανε, ὥστε νὰ τὸν φοβοῦνται οἱ ἄδικοι κ᾿ οἱ ἀδικημένοι νὰ τὸν ἔχουνε γιὰ προστάτη καὶ καταφύγιο. Ἀλλὰ πάντα εἶχε μεγάλη ἀγάπη καὶ συμπάθεια στοὺς ἁμαρτωλούς, γι᾿ αὐτὸ κάποιοι κλέφτες ποὺ πήγανε μία νύχτα νὰ κλέψουνε πρόβατα ἀπὸ τὴ μάνδρα του, ποὺ τὴ συντηροῦσε γιὰ νὰ βοηθᾶ τοὺς πεινασμένους, τυφλωθήκανε καὶ δὲν μπορούσανε νὰ φύγουνε, καὶ πιάσανε καὶ φωνάζανε νὰ τοὺς ἐλεήσει. Κι᾿ ὁ ἅγιος ὄχι μοναχὰ τοὺς ξανάδωσε τὸ φῶς τους, ἀλλὰ τοὺς χάρισε κ᾿ ἕνα κριάρι, γιατί, ὅπως τοὺς εἶπε, εἴχανε κακοπαθήσει ὅλη τὴ νύχτα, κι᾿ ἀφοῦ τοὺς νουθέτησε νἆναι καλοὶ ἄνθρωποι, τοὺς ἔστειλε στὰ σπίτια τοὺς χωρὶς νὰ μάθει τίποτα ἡ ἐξουσία γιὰ τὴν κλεψιὰ ποὺ θέλανε νὰ κάνουνε. Προέλεγε δὲ καὶ ὅσα ἤτανε νὰ γίνουνε μὲ ἀκρίβεια, ὥστε νὰ τὸν θαυμάζει ὁ κόσμος σὰν ἕνα ὑπεράνθρωπο πρόσωπο, ἀφοῦ ἀπὸ τσομπάνης ἀξιώθηκε νὰ ἀνεβεῖ σὲ τέτοιο ὕψος. Καὶ στὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ποὺ ἔγινε στὴ Νίκαια, ἤτανε κι᾿ ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας ἀνάμεσα στοὺς τριακοσίους δέκα ὀκτὼ θεοφόρους πατέρας καί, παρ᾿ ὅλο ποὺ δὲν γνώριζε γράμματα, ἀποστόμωσε τὸν αἱρεσιάρχην Ἄρειο ποὺ ἤτανε ὁ πιὸ σπουδασμένος στὰ γράμματα ἀπὸ ὅλους τοὺς δεσποτάδες.
Ὅλον τὸν καιρὸ ποὺ ἔζησε δὲν ἔπαψε νὰ κάνει θαύματα. Τὸ μεγαλύτερο ἤτανε ἡ ἀνάσταση τῆς πεθαμένης κόρης του ποὺ σηκώθηκε ἀπὸ τὸ μνῆμα καὶ μαρτύρησε σὲ ποιὸ μέρος εἶχε φυλάξει τὰ χρήματα ποὺ τῆς ἐμπιστεύθηκε κάποια γυναίκα, καὶ πάλι ξανακοιμήθηκε. Κάποτε πῆγε στὸν ἅγιο μία γυναίκα ποὺ εἶχε ἕνα παιδάκι καὶ τῆς πέθανε, καὶ τὸν παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα πολλὰ νὰ τὸ ἀναστήσει, τόσο συνηθισμένοι ἤτανε οἱ ἄνθρωποι, ποὺ τὸν γνωρίζανε, στὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ ἅγιος. Καὶ ἐκεῖνος τὸ ἀνάστησε μὲ τὴν προσευχή του. Μὰ ἡ μητέρα του σὰν τὸ εἶδε ζωντανό, ἀπὸ τὴν πολλὴ χαρὰ τῆς πέθανε ἡ ἴδια. Κι᾿ ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας ἀνέστησε καὶ τὴ γυναίκα.
Αὐτὰ τὰ μεγάλα θαύματα ξακουσθήκανε στὸν κόσμο, κι᾿ ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας, ζωντας ἀκόμα, τιμήθηκε σὰν ἅγιος καὶ θαυματουργός. Καὶ ἕως τώρα κάνει πολλὰ θαύματα τὸ σκήνωμά του ποὺ εἶναι ὁ θησαυρὸς τῶν Κερκυραίων.
Ὅταν ἐλειτουργοῦσε, παραστεκότανε Ἄγγελοι ποὺ τοὺς βλέπανε μὲ τὰ μάτια τοὺς πολλοὶ ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς χριστιανούς, καὶ ποὺ ἔλεγε τὸ «Εἰρήνη πᾶσι», οἱ Ἄγγελοι ἀντιφωνούσανε «Καὶ τῷ πνεύματί σου» ἀντὶ τῶν ψαλτάδων, καὶ τὸν περιέλουζε κάποια ὑπερφυσικὴ φωτοχυσία.
Μὲ τέτοια ἀγγελικὴ πολιτεία ἀφοῦ ἔζησε κ᾿ ἔφθασε σὲ βαθὺ γῆρας ποιμαίνοντας τὰ λογικὰ πρόβατα, μετέστη πρὸς Κύριον. Τὸ δὲ ἅγιο λείψανό του ἔμεινε κάμποσον καιρὸ στὴν Τριμυθοῦντα κι᾿ ἀπὸ κεῖ τὸ πήγανε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸ ἐβάλανε στὴν ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ὅπου φυλαγότανε τὰ ἅγια λείψανα πολλῶν ἁγίων. Κατὰ τὴ βασιλεία τῶν Τούρκων εὑρέθη εἰς τὰ χέρια ἑνὸς εὐλαβοῦς χριστιανοῦ ποὺ τὸν λέγανε Βούλγαρη, κι᾿ αὐτὸς μὲ μεγάλα βάσανα καὶ κόπους τὸ ἔφερε ἕως τὴν Ἀλβανία κρυμμένο μέσα σὲ τσουβάλια, κι᾿ ἀπὸ κεῖ τὸ πέρασε μ᾿ ἕνα καΐκι στὴν Κέρκυρα ποὺ τὴν κρατούσανε οἱ Βενετσιάνοι, κι᾿ ἀπὸ τότε βρίσκεται σ᾿ αὐτὸ τὸ νησί, ἀπείραχτο ἀπὸ τὸν καιρό, μὲ ὅλο ὅπου περάσανε 1600 χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμησή του. Στὸ κουβούκλιο στέκεται ὄρθιος ὁ ἅγιος, μὲ χέρια σταυρωμένα, ντυμένος μὲ τὰ ἄμφιά του καὶ τὸν βγάζουνε σὲ λιτανεία δυὸ φορὲς τὸ χρόνο. Οἱ Κερκυραῖοι ἔχουνε τὸ ἱερὸ σκήνωμα σὲ μεγάλη εὐλάβεια καὶ τὸ θεωροῦνε θησαυρὸ τοῦ νησιοῦ τους. Τὸν καιρὸ ποὺ δούλεψα στὸ Μουσεῖο τῆς Κέρκυρας γνώρισα τὸν πάπα-Βούλγαρη, ποὺ ἤτανε ἐφημέριος του ναοῦ, κατὰ κληρονομικὸ δικαίωμα, ἄνθρωπος ποὺ ἀγαποῦσε τὴν τέχνη καὶ τὰ γράμματα. Τὸ ἅγιο λείψανο θαυματουργεῖ πάντα ἕως σήμερα σὲ ὅποιους ἐπικαλεσθοῦνε μὲ πίστη τὸν ἅγιο.
Στὴν ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας παριστάνεται γηραλέος μὲ γυριστὴ μύτη καὶ μὲ διχαλωτὸ κοντὸ ἄσπρο γένι, «γέρων διχαλογένης φορῶν σκοῦφον». Ὁ σκοῦφος του εἶναι παράξενος, σὰν κινέζικος, μυτερὸς στὴν κορυφή. Δὲν ζωγραφίζεται ποτὲ ξεσκούφωτος. Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς εἰκόνες ἀπάνω σὲ σανίδι εἴτε σὲ τοῖχο σὲ ἄλλο μέρος τῆς ἐκκλησίας, ζωγραφίζεται συχνὰ στὸ ἅγιο Βῆμα μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους μεγάλους ἱεράρχας Βασίλειο, Χρυσόστομο καὶ Γρηγόριο κάτω ἀπὸ τὴν Πλατυτέρα. Στὸ χαρτὶ ποὺ βαστᾶ εἶναι γραμμένο: «Ἔτι προσφέρομέν Σοι τὴν λογικὴν ταύτην καὶ ἀναίμακτον θυσίαν».
Ἡ ὑμνολογία μας τὸν στόλισε μὲ τὰ ἀμάραντα ἄνθη της, ποὺ πολὺ λίγοι ἀπὸ μᾶς τὰ μελετήσανε γιὰ νὰ δοῦνε πὼς ἀληθινὰ εἶναι ἀμάραντα.
«Χαίροις ἀρχιερέων κανών, τῆς Ἐκκλησίας ἀδιάσειστον ἔρεισμα· τὸ κλέος τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ τῶν θαυμάτων πηγή, τῆς ἀγάπης ρεῖθρον μὴ κενούμενον…». «Πράος καὶ κληρονόμος τῆς γῆς, Σύ, τῶν πραέων ἀληθῶς ἀναδέδειξαι, Σπυρίδων, πατέρων δόξα, ὁ ταῖς νευραὶς τῶν σοφῶν καὶ ἁπλῶν σου λόγων, θείᾳ χάριτι, ἐχθρὸν τὸν παμπόνηρον καὶ παράφρονα Ἄρειον ἐναποπνίξας, καὶ τὸ δόγμα τὸ ἔνθεον καὶ σωτήριον ἀνυψώσας ἐν Πνεύματι…». «Ἐκ ποιμνίων ὥσπερ τὸν Δαυΐδ, σὲ ἀναλαβόμενος ὁ Πλαστουργός, λογικῆς ποίμνης ἔθετο ποιμένα πανάριστον, τὴ ἁπλότητι καὶ πραότητι λάμποντα καὶ τὴ ἀκακία, ὅσιε, Ποιμὴν καλλωπιζόμενον». «Μωυσέως τὸ ἄπλαστον, Δαυῒδ τὸ πρᾶον, Ἰὼβ τοῦ Αὐσίτιδος τὸ ἄμεμπτον κτησάμενος, τοῦ Πνεύματος γέγονας κατοικητήριον, μέλπων, Ἱερώτατε: Ὁ ὧν εὐλογημένος καὶ ὑπερένδοξος». «Σὲ ἐξ ἀλόγου ποίμνης μετήγαγεν εἰς λογικὴν τὸ Πνεῦμα, πνευματοφόρε, ὡς τὸν Μωσέα καὶ Δαυῒδ ὧν ἐμιμήσω τὸ πράον, Σπυρίδων, φῶς οἰκουμένης». Τὸ ἀπολυτίκιον λέει: «Τῆς Συνόδου τῆς πρώτης ἀνεδείχθης ὑπέρμαχος, καὶ θαυματουργὸς θεοφόρε, Σπυρίδων, πατὴρ ἡμῶν. Διὸ νεκρὰ Σὺ ἐν τάφῳ προσφωνεῖς, καὶ ὄφιν εἰς χρυσοῦν μετέβαλες· καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας Σου εὐχάς, Ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντάς Σοι, Ἱερώτατε. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι· δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι· δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ Σοῦ πᾶσιν ἰάματα».

agios-spyridon.jpg

Ιερός Ναός Αγίου Σπυρίδωνα Κέρκυρας


“Κάντε υπομονή, ο Άγιος Σπυρίδων θα μας φέρη ψάρια”

Από το βιβλίο του Γέροντος Παϊσίου “Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα”
Ο Άγιος Σπυρίδων φροντίζει για την Πανήγυρη
Κάποτε στο Κουτλουμουσιανό Κελλί του Αγίου Σπυρίδωνος, το Κερκυραίικο ενώ είχε πλησιάσει η εορτή του Αγίου, δεν είχαν βρει ακόμη ψάρια και οι Πατέρες ανησυχούσαν. Τα Καλογέρια έλεγαν στον Γέροντα να αγοράσουν βακαλάο, μια που δεν βρήκαν ψάρια. Ο Γέροντας τους έλεγε:
– Κάντε υπομονή, ο Άγιος Σπυρίδων θα μας φέρη ψάρια. Και συνέχεια έκανε κομποσχοίνι.
Ενώ είχαν χάσει πια την υπομονή τους τα Καλογέρια και ήταν καταστεναχωρημένα, γιατί η ώρα είχε πλησιάσει και έπρεπε να μαγειρέψουν, ακούνε ξαφνικά να χτυπάν την πόρτα. Ανοίγουν και τι να ιδούν! Δύο ψαράδες με δυό πανέρια γεμάτα ψάρια να ζητάνε τον Γέροντα. Φώναξαν οι υποτακτικοί τον Γέροντα, αλλά οι ψαράδες είπαν:
– Δεν είναι αυτός ο Γέροντας. Σ’ εμάς ήρθε ένας άλλος Γέροντας και μας είπε: “Να πάτε τα ψάρια στο Κελλί του Αγίου Σπυρίδωνος, που πανηγυρίζει, και θα πληρωθείτε με καλή τιμή. Αν θέλετε, να σας δώσω και καπάρο”.
Ο Γέροντας κατάλαβε το θαύμα και τους πέρασε στο Ναό να προσκυνήσουν. Μόλις αντίκρισαν την Εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνος είπαν:
– Να αυτός ήταν ο Γέροντας που μας είπε να φέρουμε εδώ τα ψάρια!
Τους λέει τότε ο Γέροντας
– Αχ βρε παιδιά δεν παίρνατε το καπάρο από τον Άγιο για να το έχουμε ευλογία!
Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα, έκδ. Ιερό Ησυχαστήριο “Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος”, Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 1993, σελ.134. πηγή

Ο Άγιος Σπυρίδων στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο-ηχητικό

Απόσπασμα από το βιβλίο της Κατερίνας Τσιμούρη, εκδόσεις Ακρίτα. Παιδική ραδιοφωνική εκπομπή από το http://www.katixitiko.gr –κάνετε κλικ ΕΔΩ!
Zωγραφιά για χρωμάτισμα από katixitis
AGIOS_SPYRIDON_002

Ο άγιος Σπυρίδωνας κι οι παραδόσεις

(από εδώ)
“Απ’ τ’ άγιου Σπυρίδωνα
σπυρί-σπυρί μεγαλώνει η μέρα”
λέγαν οι παλιοί…
“Έπειτα απ’τη γιορτή τ’ Άη-Νικόλα, στις 12 του μήνα έρχεται ο Άη-Σπυρίδωνας, που ο λαός μας πιστεύει πως θεραπεύει τα σπυριά και διώχνει την πανούκλα. Κι ακόμα, οι ξωμάχοι μας πιστεύουν πως είναι ο βοηθός τ’ Άη-Νικόλα σε στεριές και θάλασσες και χαλάει τα παπούτσια του τρέχοντας εδώ κι εκεί να βοηθήσει αυτούς που κινδυνεύουν. Δεν σταματάνε κι οι δυο τούτοι Άγιοι, λέει ο λαός μας. Πάντοτε βρίσκονται κάπου και βοηθούν, βοηθούν αυτούς που κινδυνεύουν στ’ανοιχτά πέλαγα και δέρνονται στ’αρμυρονέρια της θάλασσας.” (Βασίλης Λαμνάτος, “Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας”)
“Ο άγιος Σπυρίδωνας πολλές φορές βγαίνει από την εκκλησιά του στην Κέρκυρα, που είναι το λείψανό του, και γυρίζει τη θάλασσα και τη στεριά, για να κάμει καλά και να βοηθήσει εκείνους που τον επικαλούνται. Γι’αυτό χαλάει τα υποδήματά του, και είναι αναγκασμένοι να του τ’αλλάζουν κάθε τόσο. (Νικόλαος Πολίτης, “Παραδόσεις”)
“Η πανούκλα και ο άγιος Σπυρίδωνας: Όταν ήταν πανούκλα στην Κέρκυρα, στα 1825 και ’16, εφάνη μια φορά στον αέρα ένας καλογεράκος με τη σκούφια του να κυνηγά ένα θηρίο και να το χτυπά μ’ένα μεγάλο σταυρό. Ο καλογεράκος ήταν ο άγιος Σπυρίδωνας και το θηρίο η πανούκλα. Ήταν σα λιοντάρι και μαϊμού μαζί, κι είχε φτερά σαν της νυχτερίδας. Στο κάπο-Σίδερο την ανάγκασε ο άγιος, χτυπώντας την με το σταυρό, να κάμει σταυρό στο βράχο και να ορκιστεί να μην ξαναπατήσει στην Κέρκυρα. Και ο σταυρός είναι τος ακόμη.” (Νικόλαος Πολίτης, “Παραδόσεις”)
“[…] Σε μια κερκυραϊκή παράδοση ο άγιος παριστάνεται να καταδιώκει την πανώλη. Από παρετυμολογία του ονόματός του πιστεύεται ότι θεραπεύει τα σπυριά και την ευλογιά. Γι’αυτό και στη γιορτή του φέρνουν κόλλυβα στην εκκλησία. Ακόμη και τον πόνο των αυτιών θεραπεύει και είναι αξιοσημείωτες οι σχετικές θεραπευτικές συνήθειες. Έτσι στην Κίο: Όποιος πονούσε στ’αυτί έταζε στον άγιο Σπυρίδωνα να του πάει γλυκό, να γίνει τ’αυτί του καλά. “Άγιε Σπυρίδωνά μου, κάνε τ’αυτί μου καλά, να σε φέρω ένα γλυκό”. Όποιος είχε τέτοιο τάσιμο, τον εσπερινό τ’αγίου Σπυρίδωνα έκανε λαλάγγια (τηγανίτες) ή χαλβά και τα πήγαινε στον άγιο Σπυρίδωνα’ ήτανε ένα “μάρμαρο” στο βουνό, στο εξωκλήσιν άγιον Γεώργιον, έβγαινε μέσα από το βουνό κι είχε μια τρύπα στη μέση. Το είχαν φραγμένο με τζάμια γύρω γύρω. Απάνω στο μάρμαρο ήτανε η εικόνα του αγίου Σπυρίδωνος και ένα καντήλι. Έπαιρνε ο παπάς τα λαλάγγια, τους έλεγε μια ευχή και τα μοίραζε στα παιδιά. Ύστερα πήγαινεν ο άρρωστος, άνοιγε τα τζάμια, έβανε τ’αυτί του επάνω στην τρύπα και παρακαλούσε τον άγιο Σπυρίδωνα να του το γιάνει.[…]” (Γ.Α.Μέγας, “Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας”)
“[…] Ήτανε προστάτης των φτωχών, πατέρας των ορφανών, δάσκαλος των αμαρτωλών. Kαι είχε τέτοια καθαρότητα και αγιότητα, που του δόθηκε η χάρη άνωθεν να κάνει πολλά θαύματα, για τούτο ονομάσθηκε θαυματουργός. Mε την προσευχή του μάζευε τα σύννεφα κ’ έβρεχε σε καιρό ξηρασίας, γιάτρευε τις αρρώστιες, τιμωρούσε τους πονηρούς ανθρώπους, όπως έκανε με κάποιους μαυραγορίτες που γκρέμνισε τις αποθήκες που φυλάγανε το σιτάρι, ενώ ο κόσμος πέθαινε από την πείνα, και καταπλακωθήκανε μαζί με το σιτάρι: “και μελετώμενον λιμόν παρά των σιτοκαπήλων, έλυσε, συμπεσουσών αυτοίς, των αποθηκών αις τον σίτον συνέσχον”. Kαι μ’ όλα αυτά εζούσε με τόση φτώχεια, που σαν πήγε κάποτε ένας φτωχός να τον βοηθήσει για να πληρώσει κάποιο χρέος του, δεν είχε να του δώσει τίποτα, και με θαύμα έκανε μαλαματένιο ένα φίδι που βρέθηκε σ’ εκείνο το μέρος, και το έδωσε στον φτωχό, κ’ εκείνος το έλιωσε και πλήρωσε το χρέος του. Άλλη φορά πάλι έγινε κατακλυσμός, και τα ποτάμια ξεχειλίσανε και πλημμύρισε η χώρα, κι’ ο άγιος Σπυρίδωνας προσευχήθηκε και τραβήξανε τα νερά και στέγνωσε ο νεροπατημένος τόπος.[…]” (Φώτης Κόντογλου, “Γίγαντες ταπεινοί”)