25 Ιουνίου, 2016

Εγκώμιο στους Αγίους Πάντες. Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου



 http://www.porphyrios.gr/files/jpg/%CE%95%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BD%CE%B5%CF%82/%CE%86%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CE%BD%20%CE%8C%CF%81%CE%BF%CF%82/%CE%9A%CE%B1%CF%81%CF%85%CE%AD%CF%82/%CE%A0%CE%B1%CF%87%CF%89%CE%BC%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CE%B9/%CE%A0%CE%B5%CE%BD%CF%84_91%20%CE%A0%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B5%CF%82%20%CE%86%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CE%B9.jpg


1. Δεν πέρασαν ακόμη επτά μέρες, από τότε που γιορτάσαμε την ιερή πανήγυρη της Πεντηκοστής, και πάλι μας πρόφθασε χορός μαρτύρων η καλύτερα στρατιά μαρτύρων και παράταξη, που δεν είναι καθόλου κατώτερη από τη στρατιά των αγγέλων, την οποία είδε ο πατριάρχης Ιακώβ, αλλά είναι ίδιας αξίας και τάξης με αυτή. Γιατί μάρτυρες και άγγελοι διαφέρουν μόνο στα ονόματα, στα έργα τους όμως ταυτίζονται. Στον ουρανό κατοικούν οι άγγελοι, στον ουρανό και οι μάρτυρες. Αιώνιοι
και αθάνατοι είναι εκείνοι, το ίδιο θα γίνουν και οι μάρτυρες. Αλλ’ εκείνοι έλαβαν και ασώματη φύση; Και τι σημασία έχει αυτό; Γιατί οι μάρτυρες, αν και έχουν σώμα, όμως είναι αθάνατο η καλύτερα και πριν από την αθανασία ο θάνατος του Χριστού στολίζει τα σώματά τους περισσότερο από την αθανασία. Δεν είναι τόσο λαμπρός ο ουρανός, που στολίζεται με το πλήθος των αστεριών, όσο είναι τα σώματα των μαρτύρων, που στολίζονται με το λαμπρό αίμα των τραυμάτων. Ώστε επειδή πέθαναν γι’ αυτό και είναι ανώτεροι, και βραβεύτηκαν πριν από την αθανασία παίρνοντας τα στεφάνια από την ώρα του θανάτου τους.
«Τον έκανες λίγο κατώτερο από τους αγγέλους, τον στεφάνωσες με δόξα και τιμή» (Ψαλμ. 8, 6), λέει ο Δαυίδ, για τη φύση όλων των ανθρώπων. Αλλά και το λίγο
αυτό που στερούνταν οι άνθρωποι σε σχέση με τους αγγέλους, το συμπλήρωσε ο Χριστός όταν ήρθε, καταδικάζοντας το θάνατο με το δικό του θάνατο. Εγώ όμως δεν αντλώ από εδώ τα επιχειρήματά μου, αλλά από το ότι το μειονέκτημα αυτό του θανάτου έγινε πλεονέκτημα. Γιατί αν δεν ήταν θνητοί δεν θα γίνονταν μάρτυρες. Ώστε αν δεν υπήρχε θάνατος δεν θα υπήρχε και στεφάνι. Αν δεν υπήρχε θάνατος, δεν θα υπήρχε και μαρτύριο. Αν δεν υπήρχε θάνατος, δεν θα μπορούσε ο Απόστολος
Παύλος να λέει: «Κάθε μέρα πεθαίνω, μα το δικό σας καύχημα, που έχω στο όνομα του Ιησού Χριστού» (Α’ Κορ. 15, 31). Αν δεν υπήρχε θάνατος και φθορά, δεν θα μπορούσε πάλι ο ίδιος να λέει: «Χαίρομαι στα παθήματά μου για σας, και αναπληρώνω στη σάρκα μου τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού» (Κολ. 1, 24).
Ας μην λυπούμαστε λοιπόν επειδή γίναμε θνητοί, αλλά ας ευχαριστούμε, επειδή από το θάνατο μας ανοίχτηκε το στάδιο του μαρτυρίου, από τη φθορά λάβαμε αφορμή για τα βραβεία. Από εδώ έχουμε την αφορμή για αγωνίσματα. Βλέπεις τη σοφία του Θεού, πως το πιο μεγάλο κακό το αποκορύφωμα της συμφοράς που μας έφερε ο διάβολος, εννοώ το θάνατο, τον μετέτρεψε σε τιμή και δόξα μας, οδηγώντας μ’ αυτόν τους αθλητές στα βραβεία του μαρτυρίου; Τί θα κάνουμε όμως; Θα ευχαριστήσουμε το διάβολο για το θάνατο; Ο Θεός να φυλάξει. Γιατί το κατόρθωμα δεν είναι έργο της δικής του θελήσεως, αλλά είναι χάρισμα της σοφίας του Θεού. Εκείνος τον έφερε για να μας καταστρέψει και ξαναφέρνοντάς μας στη γη να ξεκόψει κάθε ελπίδα σωτηρίας. Ο Χριστός όμως, με το δικό του θάνατο άλλαξε την πορεία και με τον ίδιο το θάνατο μας ανέβασε πάλι στον ουρανό. Κανείς σας λοιπόν ας μην με κατηγορήσει, αν ονόμασα το σύνολο των μαρτύρων χορό και στράτευμα, δίνοντας δυό αντίθετα ονόματα στο ίδιο πράγμα. Γιατί χορός και στράτευμα είναι αντίθετα πράγματα, εδώ όμως έγιναν ένα. Επειδή βάδιζαν μ’ ευχαρίστηση στα βασανιστήρια, σαν να χόρευαν και έδειξαν τόση ανδρεία και αντοχή σαν να βρίσκονταν σε πόλεμο και νίκησαν τους εχθρούς. Αν βέβαια εξετάσουμε τη φύση των όσων γίνονταν, ήταν μάχη και πόλεμος και παράταξη. Αν όμως εξετάσεις τη διάθεση αυτών που έπασχαν, ήταν χοροί, όσα συνέβαιναν, ήταν διασκεδάσεις και πανηγύρια και η πιο μεγάλη απόλαυση.
Θέλεις να μάθεις ότι αυτά ήταν πιο τρομερά από τον πόλεμο; Εννοώ τα σχετικά με τους μάρτυρες. Ποιό τέλος πάντων είναι το φοβερό στον πόλεμο; Στήνονται και από τις δυο μεριές στρατόπεδα περιφραγμένα, που λάμπουν από τα όπλα και καταυγάζουν τη γύρω περιοχή, ρίχνοντας από παντού σύννεφα τα βέλη, που με το πλήθος τους κρύβουν τον ουρανό, τρέχουν αυλάκια τα αίματα πάνω στη γη και είναι πολλοί ολόγυρα οι νεκροί. Όπως ακριβώς στο θερισμό πέφτουν στη γη τα στάχυα, έτσι και εδώ είναι οι στρατιώτες, καθώς πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο. Έλα λοιπόν να σε οδηγήσω από εκείνα σ’ αυτή εδώ τη μάχη. Και εδώ υπάρχουν δυό παρατάξεις, η μία των μαρτύρων και η άλλη των τυράννων. Αλλά οι τύραννοι είναι οπλισμένοι τέλεια, οι μάρτυρες όμως μάχονται με γυμνό το σώμα και η νίκη ανήκει στους γυμνούς και όχι στους οπλισμένους. Ποιός δεν θα απορούσε, με το ότι αυτός που μαστιγώνεται νικάει εκείνον που τον μαστιγώνει; Ο δεμένος νικάει τον ελεύθερο;
Αυτός που κατακαίγεται νικάει εκείνον που τον καίει; Αυτός που πεθαίνει νικάει εκείνον που τον σκοτώνει;
Είδες πως αυτά είναι πιο φοβερά από εκείνα; Εκείνα αν και είναι φοβερά, γίνονται όμως με φυσικό τρόπο, αυτά όμως ξεπερνούν κάθε φυσικό τρόπο και κάθε σειρά των πραγμάτων, για να μάθεις ότι τα κατορθώματα είναι της Χάρης του Θεού. Αν και τι είναι πιο άδικο από τη μάχη αυτή; Τι πιο παράνομο από τα αγωνίσματα; Γιατί στους πολέμους και οι δύο που μάχονται προστατεύονται, εδώ όμως δεν συμβαίνει το ίδιο. Αλλά ο ένας είναι γυμνός και ο άλλος οπλισμένος. Στους αγώνες
πάλι επιτρέπεται και στους δυο να σηκώνουν τα χέρια ο ένας εναντίον του άλλου. Εδώ όμως ο ένας είναι δεμένος και ο άλλος κτυπάει ελεύθερος και πληγώνει. Και αυτοί που δίκαζαν σαν να ‘ταν εξουσιαστές εξασφάλισαν για τους εαυτούς τους το δικαίωμα να κακοποιούν. Στους δίκαιους μάρτυρες όμως έδωσαν το προνόμιο να κακοποιούνται. Έτσι μάχονται με τους αγίους και ούτε έτσι τους νικούν. Αλλά μετά την άνιση αυτή μάχη, αφού νικήθηκαν υποχώρησαν. Και αυτό μοιάζει σαν κάποιον που φέρνει ένα πολεμιστή στον πόλεμο, του κόβει την αιχμή του δόρατος, του βγάζει το θώρακα και τον διατάζει να μάχεται έτσι με γυμνό σώμα. Αλλά ο πολεμιστής αν και χτυπιέται, πληγώνεται και τραυματίζεται βαριά, τελικά στήνει τρόπαιο νίκης.
Καθώς οδηγούσαν τους μάρτυρες γυμνούς, με δεμένα πίσω τα χέρια και από παντού τους χτυπούσαν και τους ξέσκιζαν, φαίνονταν πως νικιούνταν, όμως αυτοί αν και τραυματίζονταν, έστηναν το τρόπαιο της νίκης εναντίον του διαβόλου. Και όπως το διαμάντι όταν χτυπιέται δεν σπάζει, ούτε μαλακώνει, αλλά διαλύει το σίδερο που το χτυπά, έτσι ακριβώς και οι ψυχές των αγίων, ενώ βασανίζονταν τόσο πολύ, οι ίδιες δεν πάθαιναν κανένα κακό, αλλά διέλυαν τη δύναμη εκείνων που τους χτυπούσαν και τους έδιωχναν από τους αγώνες νικημένους, ντροπιασμένους και βαριά τραυματισμένους. Γιατί έδεσαν τους μάρτυρες και στο ξύλο και τρυπούσαν τα πλευρά τους, ανοίγοντας βαθιά αυλάκια, σαν να όργωναν τη γη, αλλά δεν έσκιζαν τα σώματά τους. Και μπορούσε να δει κανείς λαγόνες ξεσκισμένες, πλευρά ανοιγμένα και στήθη τσακισμένα. Ούτε εδώ όμως σταματούσαν τη μανία τους τα αιμοβόρα εκείνα θηρία, αλλά, αφού τους κατέβαζαν από το ξύλο, τους τέντωναν σε σιδερένια σχάρα πάνω σε αναμμένα κάρβουνα. Και τότε μπορούσες να δεις ακόμη σκληρότερα θεάματα από τα προηγούμενα. Να τρέχουν δηλαδή διπλές σταγόνες από τα σώματά τους, άλλες από το αίμα που χυνόταν και άλλες από τις σάρκες που έλειωναν. Οι άγιοι όμως που ήταν ξαπλωμένοι πάνω στα κάρβουνα σαν να ήταν ρόδα, παρακολουθούσαν με πολλή ευχαρίστηση τα όσα γίνονταν.
2. Εσύ όμως όταν ακούσεις σιδερένια σχάρα φέρε στο νου σου τη νοητή σκάλα, που είδε ο πατριάρχης Ιακώβ να απλώνεται από τη γη στον ουρανό. Από εκείνη κατέβαιναν άγγελοι, από αυτήν ανεβαίνουν μάρτυρες, και τις δύο δε τις στηρίζει ο Κύριος. Δεν θα άντεχαν τους πόνους αυτοί οι άγιοι, αν δεν στηρίζονταν σ’ αυτή τη σκάλα. Από εκείνη ανεβαίνουν και κατεβαίνουν άγγελοι. Και από αυτή, είναι ολοφάνερο πως ανεβαίνουν και μάρτυρες. Και γιατί αυτό; Επειδή οι άγγελοι στέλνονται για να υπηρετήσουν αυτούς που θα κληρονομήσουν τη σωτηρία. Οι μάρτυρες όμως σαν αθλητές και νικητές, αφού απαλλάχθηκαν από τους αγώνες, έφυγαν στη συνέχεια για τον αγωνοθέτη.
Αλλά ας μην αγγίζουν μονάχα τ᾽ αφτιά μας τα όσα λέγονται. Όταν δηλαδή ακούμε ότι υπήρχαν κάρβουνα, κάτω από τα καταπληγωμένα σώματα, ας αναλογιστούμε πως νιώθουμε όταν μας πιάσει ξαφνικά πυρετός. Νομίζουμε ότι η ζωή είναι ανυπόφορη, ταραζόμαστε, δυσανασχετούμε, γκρινιάζουμε σαν μικρά παιδιά, θεωρώντας ότι η φλόγα του πυρετού δεν είναι καθόλου μικρότερη από την κόλαση. Αυτοί όμως, χωρίς να τους πιάσει πυρετός, αλλά έχοντας ολόγυρά τους τη φλόγα να τους ζώνει και τις σπίθες να πηδούν επάνω στις πληγές και να δαγκώνουν τα τραύματα πιο άγρια από κάθε θηρίο, ήταν σαν αδαμάντινοι και έβλεπαν τα όσα γίνονταν σαν να συνέβαιναν σε ξένα σώματα. Έτσι με πολλή γενναιότητα και με πολλή ανδρεία στέκονταν σταθεροί στην ομολογία τους, μένοντας ακλόνητοι σ’ όλα τα βασανιστήρια και κάνοντας να λάμψει και η δική τους ανδρεία και η χάρη του Θεού. Έχετε δει πολλές φορές ν’ ανεβαίνει ψηλά την αυγή ο ήλιος και να στέλνει τις χρυσές ακτίνες του; Ε, τέτοια ήταν τα σώματα των αγίων. Σαν χρυσές ακτίνες τους περικύκλωναν από παντού σαν ρυάκια με το αίμα και έκαναν να λάμπει το σώμα τους
πολύ περισσότερο απ’ ό,τι κάνει ο ήλιος τον ουρανό.
Βλέποντας αυτό το αίμα οι άγγελοι χαίρονταν, οι δαίμονες φοβούνταν και ο ίδιος ο διάβολος έτρεμε. Γιατί δεν ήταν απλώς αίμα αυτό που τώρα έβλεπαν, αλλά
αίμα σωτήριο, αίμα άγιο, αίμα άξιο για τους ουρανούς, αίμα που διαρκώς ποτίζει τα καλά φυτά της Εκκλησίας. Είδε το αίμα και έφριξε ο διάβολος, γιατί θυμήθηκε άλλο αίμα, το αίμα του Δεσπότου Χριστού. Για χάρη εκείνου του αίματος χύθηκε αυτό. Γιατί από τότε που κεντήθηκε η πλευρά του Δεσπότου βλέπεις στη συνέχεια να κεντιούνται αμέτρητες πλευρές. Ποιός λοιπόν δεν θα έπαιρνε μέρος μ’ ευχαρίστηση πολλή σ᾽ αυτούς τους αγώνες, όταν πρόκειται να γίνει μέτοχος των παθημάτων του Δεσπότου και να έχει τον ίδιο θάνατο με τον Χριστό; Είναι αρκετή αυτή η ανταπόδοση και μεγαλύτερη η τιμή. Η αμοιβή ξεπερνάει τα κατορθώματα και έρχεται
πριν από τον ερχομό της Βασιλείας των ουρανών. Ας μην φοβόμαστε λοιπόν όταν ακούμε ότι ο τάδε μαρτύρησε, αλλά ας τρομάζουμε όταν ακούμε ότι ο τάδε δείλιασε
και έπεσε, ενώ μπροστά του είχε τέτοια βραβεία.
Και αν θέλεις ν’ ακούσεις τι έγινε ύστερα μάθε πως αυτά δεν μπορεί να τα παραστήσει κανένας ανθρώπινος λόγος, όπως λέει και ο Απόστολος Παύλος: «Ούτε μάτι είδε, ούτε αυτί άκουσε, ούτε ανθρώπινος νους αναλογίστηκε αυτά, που ετοίμασε ο Θεός για εκείνους που τον αγαπούν» (Α’ Κορ. 2, 9). Και κανένας από τους ανθρώπους δεν αγάπησε τόσο το Θεό, όσο οι μάρτυρες. Βέβαια δεν θα σιωπήσουμε, επειδή το μέγεθος των αγαθών που έχουν ετοιμαστεί ξεπερνά και το λόγο και τη σκέψη μας, αλλά όσο είναι δυνατόν και εμείς να πούμε και εσείς ν’ ακούσετε, θα προσπαθήσουμε να σας δείξουμε αμυδρά τη μακαριότητα που περιμένει τους μάρτυρες στον ουρανό. Γιατί θα τη γνωρίσουν καθαρά μόνον αυτοί οι οποίοι θα την απολαύσουν προσωπικά. Και τα μεν δεινά αυτά και αβάστακτα τα υποφέρουν οι μάρτυρες για λίγο χρονικό διάστημα. Μετά όμως από την απαλλαγή τους από τη ζωή αυτή ανεβαίνουν στους ουρανούς, ενώ προπορεύονται άγγελοι και τους περιστοιχίζουν αρχάγγελοι. Γιατί οι άγγελοι δεν ντρέπονται τους συνδούλους τους, αλλά θα ήθελαν να κάνουν τα πάντα γι’ αυτούς, επειδή και εκείνοι προτίμησαν να δεινοπαθήσουν για το Δεσπότη τους Χριστό.
Και όταν ανεβούν στον ουρανό, όλες εκείνες οι άγιες δυνάμεις τρέχουν να τους προϋπαντήσουν. Αν λοιπόν, όταν ξένοι αθλητές έρχονται στην πόλη, όλος ο λαός τρέχει από παντού και αφού τους περικυκλώσουν παρατηρούν καλά από κοντά τη δύναμη που έχουν τα μέλη του σώματός τους, πολύ περισσότερο όταν οι αθλητές
της ευσέβειας ανεβούν στους ουρανούς τρέχουν να τους προϋπαντήσουν οι άγγελοι και όλες οι ουράνιες δυνάμεις. Τρέχουν από παντού για να παρατηρήσουν τα τραύματά τους και τους υποδέχονται όλους και τους ασπάζονται σαν ήρωες που γύρισαν από τον πόλεμο και τη μάχη και ύστερα από πολλά τρόπαια και νίκες. Έπειτα
τους οδηγούν με μεγάλη συνοδεία προς το βασιλιά των ουρανών, στο θρόνο εκείνο που είναι γεμάτος από πολλή δόξα, όπου βρίσκονται τα Χερουβίμ και τα Σεραφείμ. Και όταν φτάσουν εκεί και προσκυνήσουν εκείνον που κάθεται πάνω στο θρόνο, απολαμβάνουν πλέον περισσότερη τιμή από το Δεσπότη από εκείνη που απολαμβάνουν από τους συνδούλους τους αγγέλους. Γιατί δεν τους δέχεται σαν δούλους - αν και αυτό θα ήταν μεγάλη τιμή και δεν μπορεί κανείς να βρει ίση μ᾽ αυτήν – αλλά σαν φίλους Του. «Γιατί εσείς», λέει ο Κύριος, «είσαστε φίλοι μου» (Ιωάν. 15, 14). Και πολύ σωστά το λέει, γιατί και αλλού είπε: «Μεγαλύτερη από αυτή την αγάπη δεν έχει κανένας, ώστε να δώσει τη ζωή του για χάρη των φίλων του» (Ιωάν. 15, 13).
Επειδή λοιπόν έδειξαν την πιο μεγάλη αγάπη, τους υποδέχεται και απολαμβάνουν εκείνη τη δόξα. Ενώνονται με τους αγγελικούς χορούς και παίρνουν μέρος στην υπερκόσμια δοξολογία. Αν λοιπόν και όταν είχαν το σώμα μετείχαν στο χορό εκείνο με την κοινωνία των μυστηρίων και έψαλλαν μαζί με τα Χερουβίμ τον τρισάγιο ύμνο, καθώς γνωρίζετε εσείς οι πιστοί, πολύ περισσότερο τώρα που βρέθηκαν με τους αγγέλους, παίρνουν μέρος στη δοξολογία εκείνη, με πολλή παρρησία. Άραγε δεν φοβόσαστε πριν το μαρτύριο; Άραγε δεν επιθυμείτε τώρα το μαρτύριο; Άραγε δεν λυπάστε τώρα, που δεν είναι καιρός μαρτυρίου; Ας γυμναζόμαστε λοιπόν για τον καιρό του μαρτυρίου. Περιφρόνησαν εκείνοι τη ζωή, περιφρόνησε εσύ τις απολαύσεις. Έριξαν εκείνοι τα σώματά τους στη φωτιά, ρίξε εσύ τώρα χρήματα στα χέρια των φτωχών. Καταπάτησαν εκείνοι τα αναμμένα κάρβουνα, σβήσε εσύ μέσα σου τη φλόγα της επιθυμίας. Είναι ενοχλητικά αυτά, αλλά μας φέρνουν κέρδος. Μην βλέπεις τα παρόντα που είναι δυσάρεστα, αλλά τα μέλλοντα που είναι ευχάριστα. Όχι τα βάσανα που περνάς τώρα, αλλά τα αγαθά που ελπίζεις. Όχι τα παθήματα, αλλά τα βραβεία. Όχι τους κόπους, αλλά τα στεφάνια. Όχι τους ιδρώτες, αλλά τις αμοιβές. Όχι τους πόνους, αλλά τις ανταποδόσεις. Όχι την αναμένη φωτιά, αλλά τη βασιλεία που σε περιμένει. Όχι τους δήμιους που σε περιτριγυρίζουν, αλλά το Χριστό που θα σε στεφανώσει.
3. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος και ο ευκολότερος δρόμος για την αρετή. Να μην βλέπει δηλαδή κανείς τους κόπους μόνο, αλλά μαζί με τους κόπους και τα
βραβεία. Και όχι ξεχωριστά το καθένα. Όταν λοιπόν πρόκειται να δώσεις ελεημοσύνη, μην σκέπτεσαι τα χρήματα που θα ξοδέψεις, αλλά την απόκτηση της δικαιοσύνης.
«Σκόρπισε χρήματα, έδωσε στους φτωχούς. Η δικαιοσύνη του μένει αιώνια» (Ψαλμ. 111, 9). Μην βλέπεις τον πλούτο σου που λιγοστεύει, αλλά το θησαυρό που πληθαίνει. Αν νηστεύεις, μην σκέπτεσαι την καταβολή που φέρνει η νηστεία, αλλά την άνεση που θα προέρθει από τη σωματική αδυναμία. Αν αγρυπνήσεις στην προσευχή, μην συλλογίζεσαι την ταλαιπωρία της αγρυπνίας, αλλά την παρρησία που θα αποκτήσεις από την προσευχή. Έτσι κάνουν και οι στρατιώτες. Δεν βλέπουν τα τραύματα, αλλά τις αμοιβές. Δεν βλέπουν τις σφαγές, αλλά τις νίκες. Ούτε βλέπουν τους νεκρούς στο πεδίο της μάχης, αλλά τους ήρωες που στεφανώνονται. Έτσι και οι
κυβερνήτες βλέπουν μπροστά στα κύματα τα λιμάνια, μπροστά στα ναυάγια τα εμπορεύματα, μπροστά στα δεινά της θάλασσας τα αγαθά μετά τη θάλασσα.
Έτσι κάμε και εσύ. Σκέψου πόσο μεγάλο πράγμα είναι μέσα στη βαθιά νύχτα, όταν κοιμούνται όλοι οι άνθρωποι και τα θηρία και τα κατοικίδια ζώα, όταν υπάρχει
απόλυτη ησυχία, εσύ μόνο να σηκωθείς και να μιλήσεις με τον Κύριό μας. Είναι γλυκός ο ύπνος; Αλλά τίποτε δεν είναι πιο γλυκό από την προσευχή. Αν συνομιλήσεις
μόνος μαζί Του, πολλά θα καταφέρεις. Δεν θα σε ενοχλεί κανείς, ούτε θα εμποδίσει την προσευχή σου. Έχεις και την ώρα σύμμαχο για να επιτύχεις αυτά που θέλεις. Εσύ όμως βαριέσαι να σηκωθείς και στριφογυρίζεις ξαπλωμένος στο μαλακό στρώμα; Σκέψου τους μάρτυρες που είναι σήμερα ξαπλωμένοι στη σιδερένια σχάρα, χωρίς στρώμα από κάτω, αλλά αναμμένα κάρβουνα.
Εδώ θέλω να σταματήσω το λόγο, για να φύγετε έχοντας έντονη και ζωηρή τη μνήμη εκείνης της σχάρας και να την θυμάστε νύχτα και μέρα. Γιατί, και αν ακόμα μας κρατούν άπειρα δεσμά, όταν έχουμε στο νου μας αυτή τη σχάρα, θα μπορέσουμε να τα σπάσουμε όλα με ευκολία και να σηκωθούμε για προσευχή. Όχι μόνο τη σχάρα, αλλά και τις άλλες τιμωρίες των μαρτύρων ας τις χαράξουμε στο βιβλίο της καρδιάς μας. Ας σκεφτούμε και εμείς σαν αυτούς που λαμπροστολίζουν τα σπίτια τους και κρεμάνε σ’ όλα τα σημεία όμορφες ζωγραφιές. Ας ζωγραφίσουμε στους τοίχους της δικής μας ψυχής τις τιμωρίες των μαρτύρων. Γιατί εκείνες οι ζωγραφιές είναι ανώφελες, αυτές όμως επικερδείς. Αυτή η ζωγραφική δεν χρειάζεται χρώματα, ούτε έξοδα, ούτε κάποια τέχνη. Αλλά για όλα αυτά φτάνει να χρησιμοποιήσει κανείς την προθυμία του και τη γενναία και νηφάλια σκέψη του και μ᾽ αυτή σαν χέρι άριστου τεχνίτη να ζωγραφίσει τις τιμωρίες των μαρτύρων.
Ας ζωγραφίσουμε λοιπόν στη ψυχή μας άλλους να είναι στα τηγάνια, άλλους ξαπλωμένους σ’ αναμμένα κάρβουνα, άλλους αναποδογυρισμένους στα καζάνια, άλλους να καταποντίζονται στη θάλασσα, άλλους να ξεσκίζονται, άλλους να τους γυρίζουν στον τροχό, άλλους να τους ρίχνουν στον γκρεμό. Άλλους πάλι να παλεύουν με θηρία, άλλους να τους οδηγούν στο βάραθρο και άλλους όπως έτυχε ο καθένας να τελειώσει η ζωή του. Ώστε με την ποικιλία αυτής της ζωγραφικής, αφού λαμπροστολίσουμε το σπίτι της ψυχής μας, να το κάνουμε κατάλληλο κατάλυμα για το βασιλιά των ουρανών. Γιατί αν δει τέτοιες ζωγραφιές στην ψυχή μας, θα έρθει μαζί με τον Πατέρα και μαζί με το Άγιο Πνεύμα και θα κατοικήσει μέσα μας. Και θα γίνει στη συνέχεια η ψυχή μας βασιλικό παλάτι και κανένας κακός λογισμός δεν θα μπορέσει να την πατήσει, αφού η μνήμη των μαρτύρων, σαν ζωγραφιά θα υπάρχει πάντοτε μέσα μας και θα σκορπά πολλή λάμψη και θα κατοικεί συνεχώς μέσα μας ο βασιλιάς των όλων Θεός. Έτσι λοιπόν, αφού υποδεχτούμε το Χριστό εδώ, θα μπορέσουμε μετά την αναχώρησή μας από τη γη να Τον υποδεχτούμε στις αιώνιες κατοικίες μας, τις οποίες εύχομαι να επιτύχουμε όλοι μας με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, δια του οποίου και με τον οποίο ανήκει η δόξα στον Πατέρα και στο άγιο και ζωοποιό Πνεύμα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.