Χριστούγεννα που έμμελε να κάνουν εκείνη τη χρονιά οι χριστιανοί, οι άνθρωποι του χωριού! Αν περίμεναν από το μπαρμπα-Στάθη το Γρούτσο με τη βάρκα του, που την είχε τόσες φορές καλαφατίσει και πισσώσει, να τους φέρει αρνιά να φάνε!
Οι καιροί ήταν τόσο ακατάστατοι, με όλα τα χιόνια που είχε ρίξει γύρω στα βουνά- ως την παραλία, στην άμμο του γιαλού είχαν κατέβει τα χιόνια. Και μέσα στο χωριό είχε πιάσει το χιόνι.
Κι όλες οι στέγες των σπιτιών, από πλάκες ή από κεραμίδια, είχαν σκεπαστεί από παχύ λευκό στρώμα. Και σε όλους τους δρόμους και στα σοκάκια του χωριού είχε γίνει σωρός ένα γόνατο το χιόνι προς μεγάλη χαρά του Μιχαλιού της Μερεγκλίνας και όλων των ξυπόλυτων παιδιών της γειτονιάς, που δεν άφησαν γριά ή νέα, ή κορίτσι ή παιδί που να φορεί παπούτσια να περάσει, χωρίς να της σπάσουν τη στάμνα, ή να στραβώσουν από το ένα μάτι, ή να την κουφάνουν από το ένα αυτί με τους τεράστιους και πολύ σφιχτούς βόλους χιονιού που εξφενδόνιζαν εναντίον τους.
Κολλούσαν μεγάλες μπάλες από χιόνι, αύξαιναν τον όγκο τους όσο γινόταν και τις έκαναν σωρό μπροστά στην αυλή της Μερεγκλίνας»· ο Μιχαλιός, που είχε από παιδί μεγάλο δαιμόνιο πλαστικής, σχεδίαζε ένα πελώριο κολοσσό σε σχήμα ανθρώπου- Τούρκου ή άσπρου Αράπη, με το σαρίκι και με την τσιμπούκα του.
Στη συνέχεια πήρε από το κατώγι τη «στάφνη», καραβίσια μπογιά από κοκκινόχρωμα του πατέρα του, του μαστρο- Γιώργου του Μερεγκλή, και ζωγράφιζε κόκκινο τον άσπρο Αράπη- κόκκινα μάτια, κόκκινα φρύδια, κόκκινα γένια και μαλλιά, κόκκινη καπότα και βράκα, όλα κατακόκκινα. Ήταν φοβερό να το βλέπει κανείς εκείνο το τέρας της χιονογλυπτικής.
Με αυτό τον καιρό βγήκε τη νύχτα, βαθιά χαράματα από το σπιτάκι του, κοντά στο γιαλό, ο μπαρμπά-Στάθης ο Γρούτσος, φορώντας τους ναυτικούς μαμτζάδες, δηλαδή τις ψηλές πάνω από το γόνατο μπότες του, κατέβηκε στην αποβάθρα με βήμα βαρύ που έτριζε πάνω στο χιόνι, τράβηξε τη μπαρούμα (το πλωριό σκοινί) της βάρκας του, πήδηξε μέσα και ξύπνησε τον δεκαπεντάχρονο γιο του, τον Στεφανή, που κοιμόταν πολύ ζεστά κάτω στην πλώρη της βάρκας.
-Σήκω, παιδί μου, παιδί μου! Στεφανή, σήκω, Στεφανή!
Τον κούνησε με δύναμη, και τράβηξε την τσέργα (τη βελέντζα) να τον ξεσκεπάσει.
-Σύκο! Είπε μέσα στον ύπνο του ο Στεφανής. Και που βρέθηκε το σύκο;
-Εκεί που θα πάμε, Στεφανή, είπε ο γερο-Γρούτσος, θα βρεις πολλά σύκα να φάς, Στεφανή! Ακόμα και κοκκόσες θα βρείς για να κάνεις σουτζούκια.
Ο γερο-Γρούτσος μιλούσε εδώ σύμφωνα με την διάλεκτο των κατοίκων του χωριού του Πηλίου, που στην ακτή του σκόπευε να ταξιδέψει· κοκκόσες ονόμαζαν εκεί τα καρύδια.
Ο Στεφανής σηκώθηκε, κρύωσε, ζεστάθηκε! Έπιασε το κουπί. Ο γέρος είχε κιόλας σηκώσει το σίδερο, την άγκυρα της βάρκας, κι έκανε το πανί, έπιασε τη σκότα (το σκοινί που τεντώνει το πανί) και κάθισε στην πρύμνη να κυβερνήσει.
Ο άνεμος, άστατος, φαινόταν να είναι μάλλον γραίος (γραίγος, βορειοανατολικός), ή να κλίνει προς τον λεβάντη (ανατολικό), αυτό το πρωί. Μακάρι να τον πήγαινε σορόκο (νοτιοανατολικό). Το γερο-Γρούτσο δεν τον έμελε αν θα έριχνε βροχή ή νερόχιονο- για να ψηλώσει πάλι τραμουντάνα (βοριάς), να πέσει κι άλλο χιόνι την άλλη μέρα το πρωί. Του έφτανε να μπορούσε να αρμενίσει πρύμα.
Καβατζάρισαν το Καλαμάκι, πέρασαν έξω από τις Κουκουναριές, έφτασαν στην Αγία Ελένη, τη δυτικότερη ακτή. Εφτά ή οχτώ μίλια απόσταση. Είχαν να αρμενίσουν ακόμα άλλο τόσο, για να φτάσουν στον αντικρινό μικρό όρμο, τον Πλατανιά, κοντά στην άκρη της Σηπιάδας. Αλλά εκεί βρήκαν τον άνεμο μαΐστρο (βορειοδυτικό) ίσια μπροστά τους.
Ο γερο- Στάθης, με αυτή τη βάρκα τη χιλιοκαλαφατισμένη και πισσωμένη, και με άλλες πριν από αυτήν, είδε εκατό φορές κάνει τον γύρο αυτού του νησιού του, είχε τρακόσες φορές επισκεφθεί όλες τις γειτονικές ακτές και τους όρμους. Και δεν ίδρωνε εύκολα το μάτι του (δεν φοβόταν εύκολα). Μαϊνάρισε (κατέβασε) το πανί, και δοκίμασε να προχωρήσει με τέσσερα κουπιά, δύο αυτός και δύο ο γιος του, ενάντια στον άνεμο.
Αλλά ο μαΐστρος φαινόταν ότι τον παράβγαινε και θύμωνε περισσότερο. Όσο δοκίμαζε να προχωρήσει αυτός, τόσο τον εξέπεφτε (τον έβγαζε από την πορεία του) ο άνεμος, φουρτούνα, κιαμέτ (μεγάλη τρικυμία).
Δοκίμασε να λοξοδρομήσει λίγο προς το λίβα (νοτιοδυτικό), γι να προσπαθήσει να υπερνικήσει τον άνεμο, με μισοσηκωμένο το πανί. Αλλά ο άνεμος τώρα γινόταν σχεδόν πονέντης, στρεφόταν σε δυτικό, και τίναζε τα κύματα στην πλώρη και στο πλάι της βάρκας, και μαγκάνιζε (βασάνιζε) όλο το σκάφος, κι έπνιγε το μπαρμπα-Στάθη και τον γιο του, φουρτούνα, ξύδι (καιρός τσουχτερός)!
Μαϊνάρισε πάλι, και δοκίμασε με τα κουπιά, να «του πάρει το χνότο» του ανέμου από το αντίθετο μέρος, ανατολικά. Αλλά το σκάφος ταρακουνιόταν τόσο που να προξενεί αγωνία και κινδύνευε να γίνει κομμάτια από μόνο του πριν προφτάσει να βουλιάξει. Θαλασσοταραχή, κιαμέτ!
Ο γέρο-Γρούτσος άλλαξε πορεία. Ήταν παραμονή Χριστούγεννα, και είχε λογαριάσει να γυρίσει, πριν ξημερώσει η γιορτή, στο νησί του, για να φέρει στο Γιάννη το Μπόζα, το χασάπη, τα λίγα αρνιά που είχε εμπιστευθεί εκείνος σε ένα σέμπρο του, στα πέρα χωριά, να χρησιμέψουν για τη γιορτή. Και τώρα βασίλευε ο ήλιος της παραμονής, ήλιος που πήγαινε λοξά σε σύντομο δρόμο σε μιαν άκρη του ουρανού, κι αυτός άπρακτος και ντροπιασμένος αγκυροβολούσε σε μια έρημη ακτή του νησιού του. Ω! Εκεί ήταν γραφτό να κάνει Χριστούγεννα, εκείνη τη χρονιά!
Νύχτωσε κι ο γερο-Ντανάκιας μαζί με την κόρη του τη Βασώ, κοριτσάκι έντεκα χρονών, είδε κλειστεί στο καλύβι του κοντά στην έρημη ακτή της Τουρκόβιγλας, λίγο βορειότερα από την Αγία Ελένη. Το κορίτσι είχε ανάψει το λυχνάρι, και πήρε να πλέξει την κάλτσα της. Ο πατέρας της τής είπε:
-Δεν δουλεύουν απόψε, ξημερώνουν Χριστούγεννα.
Η μικρή άφησε την κάλτσα της και είπε:
-Και είναι αλήθεια, πατέρα, πως έρχονται τώρα οι καλικάντζαροι;
-Ακούς εκεί! Όρεξη να ΄χεις· μιλιούνια!
-Είναι τόσο πολλοί; είπε με φρίκη το κορίτσι. Και τι κάνουν;
-Φωλιάζουν στις καπνοδόχους… φτύνουν πάνω στις σούβλες με το γουρουνίσιο κρέας… Δέρνουν τα μικρά κορίτσια όσα δεν κάθονται φρόνιμα.
-Αλήθεια;
-Έρχονται και χτυπούν τις πόρτες, τη νύχτα…
Μόλις είπε τη λέξη αυτή ο Ντανάκιας, κι η πόρτα της καλύβας χτύπησε δυνατά, ντούκ! ντούκ!
Της μικρής Βασώς το αίμα πάγωσε. Ο πατέρας της ο ίδιος τα χρειάστηκε.
-Ανοίξτε! είπε μια ανδρική χοντρή φωνή. Είμαστε καλοί άνθρωποι.
Ο Ντανάκιας δίστασε. Έπειτα πήρε θάρρος, αφού πίστευε πως δεν ήταν καλικάντζαροι.
-Ποιοι είστε;
-Είμ΄εγώ, ο μπαρμπα-Στάθης ο Γρούτσος, ο καϊκτσής, κι ο Στεφανής ο γιος μου.
Ο Ντανάκιας άνοιξε την πόρτα, μπήκε ο γερο-Γρούτσος κι ο γιος του.
-Καλώς σας βρήκαμε!
-Και πού βρεθήκατε εδώ, στο Μανδράκι; ρώτησε ο χωρικός.
Μανδράκι ονομαζόταν γραφικά το μικρό θαλασσινό λιμανάκι, μια αγκάλη ωραία της ακτής, με χαμηλή όχθη γύρω γύρω, που έμοιαζε πράγματι με μάνδρα γιδοβοσκού με το γυρτό φράχτη της. Η καλύβα του Ντανάκια ήταν σε δέκα βήματα απόσταση από το Μανδράκι.
-Πού σ΄ αυτό τον κόσμο; ξανάπε ο ερημίτης.
Ο Ντανάκιας κατοικούσε εκεί, μέσε σε ένα μεγάλο κτήμα που το ξεχέρσωνε και το καλλιεργούσε ο ίδιος, ως σέμπρος και συνιδιοκτήτης με έναν άνθρωπο της πόλης. Σπάνια έβλεπε εκεί επισκέπτες, και μάλιστα την νύχτα.
Ο μπαρμπα-Στάθης ο Γρούτσος διηγήθηκε τη μικρή του Οδύσσεια.
-Και τώρα θα κάνουμε μαζί Χριστούγεννα εδώ στην ερημιά;
-Καταπώς φαίνεται, στέναξε ο γέρο-Ντανάκιας! Κι έτσι δεν έχετε αρνιά κάτω στο χωριό;
-Που να τα βρούμε;
-Και γιατί δεν σφάζουν φραγκόκοτες, πατέρα; ρώτησε η μικρή Βασώ.
Όλοι γέλασαν.
Ο Στεφανής πριν μπουν στην καλύβα, είχε ακούσει γρυλισμό εκεί κοντά, και είχε διακρίνει αμυδρά στο σκοτάδι μια γουρούνα δεμένη σε ένα παλούκι, με τα γουρουνάκια της.
-Πατέρα, είπε ανήσυχος, κρυφά στο αυτί του μπαρμπα-Στάθη, έρχεσαι να κλέψουμε τη γουρούνα με τα γουρουνόπουλα, να την πάμε στο χωριό;… και να πούνε του Μπόζα, να, αυτά βρήκαμε, αυτά σου δέρνουμε!
-Σώπα!
Ωστόσο, σύμφωνα με το «δίδου σοφώ αφορμήν», ο μπαρμπα-Στάθης κατέβασε μια ιδέα, και είπε στο Ντανάκια:
-Μην τυχόν σου βρίσκονται τίποτα αρνάκια, Γιάννη;
-Είχα δυο τρία.
-Μου τα δίνεις;… να πάω ασπροπρόσωπος στο χωριό;… για να σου σηκώσω κι εσένα το βάρος, γρήγορα.
-Θα φύγουμε από τη ζεστασιά, πατέρα;… Φουρτούνα, κιαμέτ!
-Όπου είναι τώρα, θα μπονατσάρει.
-Και θα τα πληρώσεις, καπετάν Στάθη; Έχεις λεφτά;
Ο Στάθης ξεκουμπώθηκε, κι έβγαλε ναι σακούλα από το στήθος του, κρεμασμένη από το λαιμό. Έβγαλε πέντε ή έξι ασημένια τάλιρα.
-Να, πάρε, Γιάννη.
Ο Ντανάκιας έτρεξε, κι έφερε τα αρνιά, όσα είχε.
Ο Στάθης ο Γρούτσος τα μπαρκάρισε, και σάλπαρε με τον γιο του. Ο άνεμος είχε κοπάσει. Έβαλαν πλώρη για το χωριό στα νότια του νησιού, όπου έφτασαν στις δύο μετά τα μεσάνυχτα- την ώρα που οι καμπάνες με το χαρμόσυνο βροντολάλημά τους καλούσαν τους πιστούς στη νυχτερινή Ακολουθία των Χριστουγέννων.
(1906)
«Το κρυφό μανδράκι»
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα
για παιδιά και νέους
Εκδόσεις Άγκυρα
σελ. 26-37