27 Σεπτεμβρίου, 2015

Παππούδες-Γονείς-Παιδιά:οι δυσκολίες μιας σχέσης [Α΄]

«Νέα Ζευγάρια και Πάνω Γενιά: Η Πρόκληση μιας Λειτουργικής Σχέσης»
 (Ομιλία στο Σεμινάριο κύκλου μητέρων «Ο Απόστολος Παύλος»)
Ξεκινώντας, θα αναφέρουμε τις διαφορετικές περιπτώσεις δύο οικογενειών, οι οποίες προσήλθαν στο χώρο εργασίας μου, στο Κέντρο Παιδοψυχικής Υγιεινής τουΙΚΑ. Τα ονόματα των παιδιών έχουν αλλαχθεί προκειμένου να διασφαλιστεί η ανωνυμία που επιβάλλει το ιατρικό απόρρητο.
 Η οικογένεια του Γιάννη
Ο Γιάννης, όταν προσήλθε στο κέντρο μας ήταν 5 ετών και παρακολουθούσε κανονικό νηπιαγωγείο. Ήταν ένα όμορφο αγόρι,  πολύ παχύ και δυσκίνητο, με εμφανή ανωριμότητα στον προφορικό του λόγο και στη γραφοκινητική δεξιότητά του.
 Οι γονείς του Γιάννη, δύο νέοι άνθρωποι, ιδιωτικοί υπάλληλοι, ήταν επίσης υπέρβαροι, αρκετά μελαγχολικοί – ιδιαίτερα η μητέρα – και φαίνονταν κουρασμένοι από την πολύωρη εργασία τους, ανασφαλείς και χωρίς ικανότητα για πρωτοβουλίες στο γονικό τους ρόλο.
Συζητώντας μαζί τους και αφού ολοκληρώσαμε την ενημέρωση για το θέμα των ειδικών θεραπειών που  εγκρίνει ο ασφαλιστικός τους φορέας, μιλήσαμε για θέματα σχέσεων μέσα στην οικογένεια, με αφορμή το αυξημένο βάρος του παιδιού. Οι δυο γονείς ανέφεραν ότι ζούσαν στο ίδιο οίκημα με τους μητρικούς γονείς, περνούσαν πολλές ώρες μαζί κάθε απόγευμα και τους ήταν εξαιρετικά δύσκολο να διαπαιδαγωγήσουν το Γιάννη σύμφωνα με τις δικές τους αρχές και επιθυμίες, καθώς συνεχώς διαφωνούσαν με τους γονείς της μητέρας, που επέβαλαν τη δική τους άποψη. Έτσι, παραδείγματος χάριν, μολονότι ο παιδίατρος είχε επιβάλει συγκεκριμένο πρόγραμμα διατροφής για το παιδί, οι παππούδες, που δεν ήθελαν να το δυσαρεστήσουν, συνέχιζαν να του δίνουν περισσότερο φαγητό απ’ ό,τι έπρεπε, ψωμί και γλυκά που του άρεσαν…
Προτείναμε να έχουν μια συνεργασία μαζί μας, προκειμένου να ενδυναμωθούν στο γονικό τους ρόλο, διατηρώντας μια καλή σχέση με τους παππούδες, αλλά αναλαμβάνοντας την ισχύ που τους αναλογούσε ως συζύγων στην οικογένειά τους, η οποία ήταν απαραίτητη για να μεγαλώσει καλά ο Γιάννης τους, όχι μόνο από άποψη σωματικής, αλλά και κυρίως ψυχικής υγείας. Οι γονείς πήραν την έγκριση του προγράμματος ειδικών θεραπειών, ευχαρίστησαν και δε ζήτησαν τίποτα περισσότερο.
Μερικά χρόνια αργότερα, επανήλθαν (για μια ακόμα έγκριση προγράμματος θεραπειών), οπότε η μητέρα, ακόμα παχύτερη και πιο λυπημένη από την προηγούμενη επίσκεψή της, ανέφερε ότι είχαν μετακομίσει για εργασιακούς λόγους, αφήνοντας το Γιάννη στους μητρικούς γονείς από Δευτέρα ως Παρασκευή, προκειμένου να μην ξυπνάει πολύ πρωί για το σχολείο του… Το παιδί ήταν ακόμα βαρύτερο, ο παιδίατρος είχε φωνάξει ακόμα και τους παππούδες για να τους κάνει συστάσεις, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τα άλλα παιδιά κορόιδευαν το Γιάννη στο σχολείο με διάφορες υποτιμητικές εκφράσεις, και η μητέρα επέπληττε αυτά τα παιδιά. Της προτείναμε ξανά να συνεργαστεί σε συμβουλευτική μαζί μας, αλλά για δεύτερη φορά δεν ανταποκρίθηκε.
Η οικογένεια της Μαρίνας
 Η Μαρίνα, όταν προσήλθε στο κέντρο μας, ήταν 8 ετών. Παρουσίαζε οζώδη σκλήρυνση, λόγω της οποίας η νοημοσύνη της βρισκόταν σε επίπεδο σοβαρής υστέρησης. Η οικογένειά της καταγόταν από τη Β. Ήπειρο και οι γονείς της αποφάσισαν να έλθουν στην Ελλάδα για να φροντίσουν το παιδί τους καλύτερα. Μαζί τους είχε έλθει και η μητρική γιαγιά, η οποία συνόδευε τη μητέρα και το παιδί την ημέρα της επίσκεψής τους στο Κέντρο μας.
Ο πατέρας της Μαρίνας ήταν μηχανικός αυτοκινήτων και η μητέρα παρέμενε σπίτι ασχολούμενη κατά βάση με την κόρη της, όταν εκείνη δεν ήταν στο ειδικό σχολείο που παρακολουθούσε. Η γιαγιά συμμετείχε στη φροντίδα της εγγονής της, αλλά και του σπιτιού, βοηθώντας την κόρη της στις δουλειές που είχε να κάνει.
Κατά τηΛΗΨΗ του ιστορικού, η μητέρα μίλησε με μεγάλη εκτίμηση και ευγνωμοσύνη για τη μητέρα της, η οποία βοηθούσε καθημερινά με έναν διακριτικό τρόπο, στηρίζοντας τα παιδιά της στο δύσκολο αγώνα της ζωής τους. Η περιγραφή που έκανε ταίριαζε πολύ με την εικόνα της γιαγιάς που είδαμε εμείς, η οποία ήταν μια γλυκιά και αξιοπρεπής ηλικιωμένη γυναίκα, πρόθυμη να απασχολήσει το παιδί – το οποίο ήταν αρκετά ζωηρό και με πολύ περιορισμένη διάρκεια συγκέντρωσης προσοχής σε μια δραστηριότητα – όσο εμείς μιλούσαμε με τη μητέρα.
Σκεπτόμενη συγκριτικά για τις δύο οικογένειες, αναρωτήθηκα ποιοι παράγοντες οδηγούσαν την οικογένεια του Γιάννη σε μια εμφανή δυσλειτουργία, η οποία απέβαινε εις βάρος όλων και κυρίως του παιδιού, ενώ την οικογένεια της Μαρίνας, οι δυσκολίες της οποίας ήταν ουσιωδώς μεγαλύτερες, σε μια ισορροπία που επέτρεπε στα μέλη να ζουν με ηρεμία, όση βέβαια η πάθηση του παιδιού επέτρεπε να υπάρχει.
Ας δούμε λίγο πώς η Virginia Satir, «γιαγιά της οικογενειακής θεραπείας», περιγράφει τις προϋποθέσεις μιας λειτουργικής σχέσης με την ευρεία οικογένειά μας.
ΑΝ χαίρεσαι τους συγγενείς σου, τότε μπορείς να τους φέρεσαι σαν να είναι πραγματικά πρόσωπα και να τους εκμυστηρεύεσαι τις επικρίσεις, τις αμφιβολίες, τους πόνους και την αγάπη σου. Ίσως να ισχύει και το αντίστροφο: αν τους μεταχειρίζεσαι σαν αληθινά, ξεχωριστά πρόσωπα, να μπορείς να τους χαίρεσαι. Όλοι οι άνθρωποι έχουν μερικές πλευρές, που οι άλλοι μπορούν να χαρούν κάποια στιγμή». Οι γονείς του Γιάννη δεν χαίρονταν τους γονείς τους. Γκρίνιαζαν για την εξουσία που ασκούσαν πάνω στο γιο τους, αλλά την ανέχονταν, εκμεταλλευόμενοι την παροχή βοήθειας που τους προσέφεραν στην ανατροφή του παιδιού τους.
Βέβαια, το να χαρούμε τους συγγενείς μας δεν είναι πάντα εύκολο, γιατί πολλές φορές τους γνωρίζουμε, αφού έχουμε επηρεαστεί από τη γνώμη κάποιου άλλου. Έτσι, η γνώμη που έχουμε για τον κάθε γονέα, ενδέχεται να επηρεάζεται από τη γνώμη του άλλου μας γονέα γι’ αυτόν ή η γνώμη που έχουμε για τους γονείς του συντρόφου μας να επηρεάζεται από όσα λέει ο σύντροφός μας γι’ αυτούς. Έτσι, όχι μόνο δεν θεωρούνται ιδιαίτερα πρόσωπα οι μεγάλοι ενήλικες της ευρύτερης οικογένειάς μας, αλλά μπερδεύονται – ταυτίζονται με τους ρόλους τους.
Όταν, όμως, βλέπουμε τον άλλον από την άποψη του ανθρώπου και όχι του ρόλου του, τότε οι σύζυγοι γίνονται ισάξιοι με τους γονείς τους και καθένας αντιμετωπίζεται σαν μοναδικό και αξιόλογο άτομο. Καθένας σέβεται την ατομική ζωή του άλλου, χαίρονται ό,τι απολαυστικό υπάρχει στον άλλον και προσπαθούν να αλλάξουν τις λιγότερο ευχάριστες πλευρές της ζωής.
Επίσης, όταν αποφεύγουμε να βλέπουμε τον άλλον σαν ρόλο, αποφεύγουμε και την ψευδαίσθηση ότι τον ξέρουμε καλά, κάτι που δυσκολεύει το μοίρασμα των συναισθημάτων.
Κι όμως το μοίρασμα των συναισθημάτων, όπως και η έκφραση των επιθυμιών, αποτελούν ουσιαστικές προϋποθέσεις για την αυθεντική σχέση μεταξύ των ανθρώπων που ανήκουν σε δυο διαφορετικές γενιές. Αν η έκφραση των επιθυμιών μου εκλαμβάνεται σαν ασέβεια προς τους γονείς μου, τότε η σχέση μαζί τους κινδυνεύει να θεμελιώνεται στην υποκρισία. Αν παραδείγματος χάριν, επιθυμούμε να περάσουμε τις γιορτές των Χριστουγέννων σε ένα εξοχικό μέρος με το σύντροφό μου, αλλά ανησυχούμε ότι η έκφραση μιας τέτοιας επιθυμίας θα εκληφθεί από τους γονείς μας σαν απόδειξη της απουσίας ενδιαφέροντος γι’ αυτούς, τότε κινδυνεύουμε να μένουμε κοντά τους, υποκρινόμενοι τους χαρούμενους, προκειμένου να μην τους στεναχωρήσουμε, κι έτσι δεν αντιλαμβανόμαστε πόσο τους υποτιμάμε και πόσο λίγο τους εμπιστευόμαστε…
Επιπλέον, αν δεν επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να έχουμε προσωπικές επιθυμίες, τότε θα μας είναι πολύ δύσκολο να δεχτούμε και τις επιθυμίες των άλλων ανθρώπων, όταν μας επηρεάζουν με τρόπο που δεν εξυπηρετεί την προσωπική μας ζωή. Αν, παραδείγματος χάριν, έχουμε συνηθίσει να απαρνιόμαστε τις επιθυμίες μας για να μη δυσαρεστήσουμε τους γονείς μας, αν οι γονείς έχουν κανονίσει ένα Σάββατο βράδυ να πάνε σε μια πολιτιστική εκδήλωση, είναι πιθανόν να θεωρήσουμε ότι δεν δείχνουν τη δέουσα φροντίδα προς εμάς, αφού δεν προτείνουν, ως προτεραιότητα, να κρατήσουν τα εγγόνια τους, για να βγούμε εμείς…
Πολλές δυσκολίες προέρχονται από τους ενήλικες που δεν ξέφυγαν από τη σχέση γονιού – παιδιού που είχαν με τους δικούς τους γονείς. Οι δυο γενιές χρειάζεται να αναπτύξουν μια ισότιμη σχέση, στην οποία ο καθένας να σέβεται την ιδιωτική ζωή και την αυτονομία του άλλου. Αυτό σημαίνει ότι οι ηλικιωμένοι γονείς χρειάζεται να συνειδητοποιήσουν ότι τα παιδιά τους είναι πλέον ενήλικες, οι οποίοι αναλογεί να έχουν την ευθύνη της προσωπικής τους ζωής και της ανατροφής των παιδιών τους. Σημαίνει επίσης, οι νέοι άνθρωποι να συνειδητοποιήσουν ότι δεν μπορούν να είναι για πάντα εξαρτώμενοι από τους γονείς τους, χωρίς επιπτώσεις, ούτε, κατ’ αναλογία, να αναλαμβάνουν ρόλο «υπεργονιού» απέναντι στους γονείς τους, συμβουλεύοντάς τους σαν να ήταν παιδιά τους… Οι γονείς του Γιάννη είχαν αφεθεί σε μια σχέση εξάρτησης, την οποία προφανώς για διάφορους λόγους καλλιεργούσαν οι γονείς τους στις πατρικές τους οικογένειες όταν οι ίδιοι ήταν παιδιά, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί μια δυσλειτουργική ευρεία οικογένεια στην οποία ουσιαστικά υπήρχαν δυο γονείς και τρία παιδιά (τα δύο ενήλικα). Κάτι τέτοιο ασφαλώς μπέρδευε πολύ το Γιάννη, ο οποίος έσπαγε συνεχώς τα όρια, πιέζοντας προς πάσα κατεύθυνση, μέχρι να γίνει σαφές ποιος ήταν τελικά υπεύθυνος για την ανατροφή του.
Βέβαια, υπάρχει και η περίπτωση κάποιος άνθρωπος να χρειάζεται αντικειμενικά βοήθεια, όπως οι γονείς της Μαρίνας, ή όπως κάποιος ηλικιωμένος κατάκοιτος γονιός. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις κινδυνεύει να δημιουργηθεί μια ασφυκτική εξάρτηση,ΑΝ η παροχή βοήθειας γίνει αφορμή άσκησης εξουσίας. Ωστόσο, αυτό δεν είναι μονόδρομος, δεδομένου ότι η βοήθεια μπορεί να δίνεται όσο και όπου χρειάζεται, εφόσον ζητηθεί και χωρίς ανταλλάγματα, προσφέροντας στους γονείς και στα παιδιά τους την εμπειρία μιας ειλικρινούς, πραγματικής και αρμονικής σχέσης. Αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα, η μητέρα της Μαρίνας δεν θα μπορούσε να μιλάει με τόση εκτίμηση και αγάπη για τη δική της μητέρα.