13 Μαρτίου, 2015

ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΥΠΑΚΟΗΣ



 Ἡ ὑπακοή-ὑποταγὴ σὲ ἕναν γέροντα ἔχει διφυῆ ὑπόσταση. Εἶναι ἀγώνας ψυχῆς καὶ χάρισμα. Εἶναι ἀγώνας, γιατί ἀπαιτεῖται ἐργώδης προσπάθεια νὰ μεταμορφώσουμε τὸ «θέλημα τῆς σαρκός». Ἐξάλλου εἴμαστε παιδιά, γεννήματα, αὐτοῦ τοῦ θελήματος –ἀναφέρομαι στὴ σύλληψη καὶ τεκνογονία– καί, ὡς ἐκ τούτου, τὸ θέλημα αὐτὸ εἶναι ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς φύσης μας. Ταυτόχρονα, ἡ ὑπακοὴ μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ χάρισμα· καὶ τοῦτο, διότι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ κάνει ἀληθινὴ ὑπακοή ἂν ἡ διάθεσή του δὲν ἀναφθεῖ ὅπως ἡ φωτιὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ: «Οὐδεὶς δύναται ἔλθειν πρὸς μέ, ἐὰν μὴ ὃ πατὴρ ὃ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν...καὶ ἔσονται πάντες διδακτοὶ Θεοῦ. (Ἰωάν. 6, 44-45)». Καὶ ἐνῶ τὸ πρῶτο συστατικό της ὑπακοῆς (τὸν ἀγώνα) εἶναι πιὸ ἁπλὸ νὰ τὸ κατανοήσουμε, τὸ δεύτερο συστατικὸ (τό χάρισμα) χρειάζεται ἐμβάθυνση. (α) Πρῶτα, νὰ δοῦμε ποιὸ εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ γέροντα, καὶ στὴ συνέχεια, (β) Τί εἴδους σχέση ἀναπτύσσεται στὴν ὑπακοή. Καταρχήν, ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει τὰ ἑξῆς διαφωτιστικά: «Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τὸν λόγον τοῦ θεοῦ, ὧν ἄναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν (Ἑβρ. 13,7)...Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε' αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες (Ἑβρ. 13,17». Αὐτοί, ὅσοι ἀνέλαβαν τὸν ρόλο τοῦ ἡγουμένου, θὰ δώσουν λόγο στὸν Θεὸ γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ἄν βέβαια ἰσχύει τὸ «πείθεσθε καὶ ὑπείκετε». Τὸ πρῶτο σημεῖο πού μᾶς ἐνδιαφέρει εἶναι ξεκάθαρο καὶ μᾶς παραπέμπει στὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, τῶν ἀποστόλων καὶ ὅλων τῶν ἁγίων ἀνδρῶν –καὶ γυναικῶν ἐνίοτε– τῆς παράδοσής μας, ποὺ εἶναι ὁ εὐαγγελισμὸς ὅλου τοῦ κόσμου. Οἱ προεστῶτες, ποὺ συχνά –ὄχι πάντα– ταυτίζονται μὲ τοὺς πνευματικούς μας πατέρες, εἶναι αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι μᾶς εὐαγγέλισαν, μᾶς φανέρωσαν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Τί σημαίνει αὐτὴ ἡ φανέρωση καὶ ἀποκάλυψη στὴ ζωή μας; Τὴν ἀπάντηση τὴν δίνει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὕμιν ὅτι ὃ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν (Ἰωάν.5,24)». Ὁ εὐαγγελισμὸς αὐτὸς σημαίνει πὼς ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει ἐπιτέλους τὸν Θεό, τὸν ἀληθινὸ Θεό. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ γνώση προϋποθέτει τὴν οἰκείωσή μας μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν συνακόλουθη γνώση σύνολης τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ ἀπὸ κοινοῦ ἐνήργησε τὸ γεγονὸς τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Καὶ γιατί αὐτὴ ἡ κίνηση τοῦ ἀνθρώπου νὰ ὀνομάζεται μετάβαση στὴ ζωή; Καὶ ποιὰ ζωὴ ἐννοεῖ; Διδάσκει ἀλλοῦ ὁ Χριστὸς: «Αὐτὴ δὲ ἔστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστὸν (Ἰωάν.17,3)». Πού σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ γνωρίσει τὸν Χριστὸ θὰ ἀναγνωρίσει καὶ τὸν Πατέρα στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, καὶ αὐτὸς ποὺ θὰ ἀναγνωρίσει τὸν Πατέρα θὰ πάψει νὰ πιστεύει σὲ πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Κανένα εἴδωλο, πλέον, δὲν θὰ σταθεῖ ἀνάμεσα σ’ αὐτὸν καὶ τὸν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ γνώρισε μὲ τέτοιον ὑπαρξιακὸ τρόπο τὸν Θεὸ καὶ δήλωσε ὁλόκαρδα τὴν πίστη του σὲ Αὐτὸν «εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται». Ὁ λόγος εἶναι συγκλονιστικός! Μὲ ἄλλα λόγια, θὰ πεῖ ὅτι δὲν θὰ βιώσει τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ στὰ ἔσχατα ὡς κατάκριση. Τὸ «νῦν» ὑπερακοντί- ζει τὸν ἑαυτό του, καὶ τὰ φυσικὰ τοῦ ὅρια χαλαρώνουν μέσα στὸν νέο ὁρίζο- ντα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀνέτειλε ἐν Χριστῷ. Μόνο ἔτσι κατανοεῖται τὸ πῶς μπορεῖ προληπτικὰ ἕνα ὂν περατὸ σὰν τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐξασφαλίσει κάτι ποὺ ἀκόμη βρίσκεται στὸ μέλλον καὶ συνάμα ἐκτὸς ἐγκόσμιου χρονικοῦ ὁρίζοντα. Τί τὸ ξεχωριστὸ ἔχει συντελεστεῖ ὥστε νὰ μιλοῦμε γιὰ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου καὶ τῆς συνακόλουθης κρίσης ἀπὸ τὸ τώρα; Ὁ ἄνθρωπος ἀξιώθηκε νὰ ἀνήκει στοὺς κληρονόμους τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, νὰ θεωρηθεῖ υἱὸς καὶ θυγατέρα Του. Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἕνας καινούριος κόσμος. Αὐτό μᾶς φτιάχνει ἕνας γέροντας, ἕνας πνευματικός. Μᾶς εὐαγγελίζει καὶ μᾶς ἐκκεντρίζει στὴν ἀείζωο πηγή. Ὁ χριστιανὸς, τότε, βλέπει τὸν γέροντα –ὅπως μας παραδίδει ὁ ἀββᾶς Ἰσίδωρος– ὡς πατέρα καὶ ἄρχοντα. Τὸν ἀγαπάει ὡς πατέρα καὶ κουρνιάζει στὶς φτεροῦγες τῆς πατρικῆς του ἀγάπης, καὶ τὸν φοβᾶται, τὸν σέβεται ὡς ἄρχοντα καὶ ποτὲ δὲν λησμονεῖ τὸ ἀξίωμα καὶ τὴ θέση του. Ὁ πιστὸς ποὺ ὑπακούει, ποτὲ δὲν ἀφήνει τὸ ἕνα χαρακτηριστικὸ νὰ σκιάσει τὸ ἄλλο· καὶ τὰ δύο εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ νὰ κρατηθεῖ ἡ σχέση ὑγιής. Ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ καὶ ἔπειτα, ἡ πνευματικὴ σχέση πατρότητας καὶ υἱότητας ποὺ ἀναπτύσσεται εἶναι ἕνα μυστήριο στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἀγωνίζεται ὁ ἄνθρωπος;...τόσο ὁ Θεὸς καλλιεργεῖ καὶ βαθαίνει τοὺς δεσμούς. Ἀφίσταται τῶν τερπνῶν του κόσμου καὶ ἀποσμήχει τὶς φαντασίες τῶν εἰδῶν αὐτοῦ τοῦ κόσμoυ;...τόσο ἀπολαμβάνει νοερὰ τὴν ἐπισκίαση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός. Οἱ δεσμοὶ ποὺ ὡριμάζουν μὲ τὸν καιρὸ δὲν εἶναι βιολογικοὶ ἀλλὰ ἁγιοπνευματικοί. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ δὲν μετρᾶ ἡ φθορὰ τοῦ χρόνου πάνω τους οὔτε καταλύονται μὲ τὸν θάνατο. Ὁ πιστὸς δὲν μπορεῖ νὰ προχωρήσει στὴν ἀρετή, στὴν προσευχὴ, ἂν δὲν ἀρχίσει τὴ ζωή του στὴν Ἐκκλησία μέσα σὲ ὑγειὲς πλαίσιο καὶ σχέση ὑπακοῆς. Πρέπει νὰ παραδώσουμε τὸν ἑαυτό μας σὲ ἕναν ἄνθρωπο καὶ –δι’ αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου– στὸν Θεό. Ὅ,τι δὲν παραδώσουμε διὰ τοῦ πνευματικοῦ μας στὸν Θεὸ κάποια στιγμὴ θὰ τὸ διεκδικήσει ὁ διάβολος (μὲ τὴν ἁμαρτία). Ἂν ὅμως παραδώσουμε τὴ ζωή μας στὸν Θεὸ, τότε αὐτὸ ποὺ θέλουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ θὰ τὸ ἔχουμε. Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει παραδοθεῖ στὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς εἶναι ἀμέριμνος καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα τὰ πράγματα ζητάει πρῶτα τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ γέροντας, ἀπὸ τὴν ἄλλη, μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μπορεῖ νὰ ζητάει ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁ,τιδήποτε γιὰ τὴ σωτηρία μας. Εἶναι ἡ «δέησις τοῦ δικαίου», ποὺ «ἰσχύει πολύ» ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ (Ἰακβ. 5,16). Αὐτὸς ἀφήνει- λύει τὶς ἁμαρτίες μας. Μολαταῦτα, ὁ διάβολος καὶ ἄλλοτε ἡ ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης φύσης μᾶς ὁδηγεῖ στὸ νὰ μὴ βλέπουμε ὀρθὰ τὰ πράγματα. Ἡ συσκότιση τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν δὲν πετυχαίνεται μὲ τὴν ἄμεση πτώση σὲ κάποια ἁμαρτία, ἐπιδιώκεται μέ τό νά ἐγείρεται ὁ πόλεμος τῶν λογισμῶν, προκειμένου νὰ ἀδυνατίσει ἡ ἄμυνα τοῦ πιστοῦ καί, τελικά, νὰ ὁδηγηθεῖ ἐκῶν ἄκων στὴν ὅποια ἁμαρτία. Κάθε μία παραχώρηση σὲ τοῦτον τὸν νοερὸ πόλεμο, (ποὺ συνοδεύει τοὺς περισσότερους χριστιανοὺς διὰ βίου, ἰδιαίτερα ὅταν στρέφεται ἐνάντια τοῦ πνευματικοῦ), ὅπως ἡ πείρα τῶν ἁγίων μᾶς διδάσκει, ἐπιφέρει ρωγμὲς ἢ καὶ σπάει τὴ μεταξὺ τους πνευματικὴ σχέση, ὅταν βέβαια ὁ πολεμούμενος ἀποδεχθεῖ τοὺς λογισμοὺς καὶ ὑποκύψει στὶς πνευματικὲς αὐτὲς μάχες. Στὴν ἀντίθετη περίπτωση, ὁ πολεμούμενος στεφανώνεται, ὡριμάζει πνευματικά, τοῦ προστίθεται πολύτιμη πείρα καὶ ἡ σχέση του μὲ τὸν πνευματικὸ πατέρα σφυρηλατεῖται. Ἴσως ἀπὸ τοὺς ἰσχυρότερους καὶ συνηθέστερους δόλιους λογισμοὺς στὸν πόλεμο τὸν πνευματικὸ εἶναι ἡ κοινότοπη ἐπίκληση πολλῶν «μά, καὶ αὐτὸς ἄνθρωπος εἶναι», «γιατί νὰ τὸν ἀκούω τόσο τυφλά;», γιατί τὸ ἕνα - γιατί τὸ ἄλλο; Κάποιοι μάλιστα ποὺ θὰ ἤθελαν νὰ προχωρήσουν πνευματικὰ ἐνδέχεται νὰ ἀντιμετωπίσουν καὶ τὸν ἐξῆς πειρασμὸ: «καὶ γιατί νὰ τὸν ἀκούσω ἐγὼ (ὄχι, νὰ μὴν εἶμαι ἐγὼ αὐτὸς ποὺ θὰ ἀκούει)· γιατί νὰ μὴν εἶμαι ἐγὼ ὁ γέροντας καὶ αὐτὸς ὁ ὑποτακτικός;» Ἄπαγε! Σὲ τοῦτον τὸν λογισμὸ κρύβεται κατ’ ἀναλογία ὁ λογισμὸς τοῦ ἴδιου τοῦ ἑωσφόρου, ὅταν ἔπεσε ἀπὸ τὸν οὐρανό σὰν ἀστραπή, διψώντας νὰ ὑποσκελίσει τὸν Θεό. Πρίν, ὡστόσο, ἀπαντήσουμε, θὰ πρέπει νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι οἱ ἅγιοί μας συστήνουν νὰ διώχνουμε τοὺς λογισμούς, νὰ μὴν ἀνοίγουμε διάλογο μαζί τους, νὰ κάνουμε ὑπομονὴ στὶς σφοδρὲς ἐπιθέσεις τους καί –ὡς ἀρχάριοι– νὰ ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐπέμβασή του, γιὰ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴ συμφορά. Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλὴ στὰ ὅσα «γιατί» προηγήθηκαν. «Οὕτως ηὔδοκησεν ὁ Θεός», ἔτσι τὸ θέλησε. Ἂν μόνο μπορούσαμε νὰ ἀναλογιστοῦμε τί σημαίνει τὸ «θέλω» τοῦ Θεοῦ. Ἡ Π.Δ. μᾶς καθοδηγεῖ, λέγοντάς μας «τῷ λόγῳ τοῦ Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν καὶ τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν.,.ὅτι αὐτὸς εἴπε καὶ ἐγεννήθησαν, αὐτὸς ἐνετείλατο καὶ ἐκτίσθησαν.,.ἡ δὲ βουλὴ τοῦ Κυρίου εἰς τὸν αἰώνα μένει...» (Ψάλ.32, 6-11). Τὸ «θέλω» συνεπῶς τοῦ Θεοῦ, ὅταν μᾶς ἀποκαλυφθεῖ, δὲν τὸ διαπραγμα-τευόμαστε. Καὶ εἶναι πίστη ἀκλόνητη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει τὸ θέλημά Του κατεξοχὴν στὸν λόγο τοῦ πνευματικοῦ πατέρα ἀλλὰ καὶ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἰλικρινὰ καὶ ὁλόψυχα ζητοῦν τὴ σωτηρίας τους. Ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ καὶ πέρα ἐναπόκειται στὸν ἄνθρωπο ἂν θὰ τὸ δεχθεῖ· ἂν ναί, θὰ σωθεῖ· ἂν ὄχι, θὰ εἶναι ἀναπολόγητος τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. 

καλόν Αγώνα.