Διαστάσεις λοιμικῆς νόσου προσλαμβάνει κάθε χρόνο τὸ καρναβάλι, ἀφοῦ πολλοὶ δήμαρχοι καὶ ἄλλοι φορεῖς ἐπιδεικνύουν ἀσυνήθιστο ζῆλο καὶ κοπιώδη δραστηριότητα γιὰ τὸ ποιὸς θὰ ὀργανώσει τὸ ἐντυπωσιακότερο καρναβάλι ξοδεύοντας τεράστια ποσὰ καὶ ἀπασχολώντας ἑκατοντάδες ἢ χιλιάδες ἀνθρώπων. Καὶ δὲν εἶναι βέβαια μόνο ἡ σπατάλη τόσων χρημάτων, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ διατεθοῦν σὲ κάλυψη ἄλλων σπουδαίων ἀναγκῶν, ὄχι μόνο στὴν ἀνακούφιση πτωχῶν καὶ ἐνδεῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ σὲ πολιτιστικοὺς καὶ πνευματικοὺς στόχους, στὴ βελτίωση π.χ. τῶν συνθηκῶν ὑγείας καὶ παιδείας. Τὸ σημαντικώτερο εἶναι ἡ ἠθικὴ ζημία καὶ βλάβη ἀπὸ τὴν ἀναισχυντία τῆς γύμνιας, τὴν ξετσιπωσιὰ τῆς αἰσχρότητας, τὶς βωμολοχίες καὶ τὰ πορνικὰ ᾄσματα καὶ θεάματα, τὴν παρότρυνση σὲ σαρκικὰ ἁμαρτήματα κάτω μάλιστα ἀπὸ τὴν ἐλευθερία κινήσεων ποὺ προσφέρει ἡ μάσκα, ἄσυλο ἀδιαντροπιᾶς καὶ ἀποπροσωποίησης. Κάτω ἀπὸ τὸ προσωπεῖο ὁ ἄνθρωπος παύει νὰ εἶναι πρόσωπο, ποὺ ἔχει ἀπέναντί του καὶ βλέπει τὸν Θεὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους — πρὸς + ὄψις ἢ —ὤψ— καὶ μεταβάλλεται σὲ ἀπρόσωπο ὄν, μέλος ἑνὸς ἀνωνύμου πλήθους, ποὺ κινεῖται μόνο ἀπὸ ἐμπαθεῖς ὀρέξεις καὶ ἐπιθυμίες.
Παλαιότερα τὸ καρναβάλι εἶχε κάποια σεμνότητα στὴν ἐμφάνιση ὅσων ἔπαιρναν μέρος, καὶ ἡ Ἐκκλησία τὸ ἀνεχόταν, μολονότι κατ᾿ ἀκρίβειαν καταδικάζεται ἀπὸ τοὺς κανόνες· πολὺ περισσότερο σήμερα, ποὺ ἔχει ὑποστῇ τελεία ἀλλαγὴ ἐπὶ τὰ χείρω με εἰσαγόμενα πρότυπα καρναβαλιοῦ ἀπὸ μεγαλουπόλεις τοῦ ἐξωτερικοῦ, καὶ πολλὲς φορὲς μὲ περιφερόμενους καὶ ἁδρὰ ἀμειβόμενους ξένους καρναβαλικοὺς θιάσους, ὅπου κυριαρχοῦν οἱ γυμνὲς γυναῖκες. Δὲν πρέπει νὰ παραβλέψουμε καὶ τὴν διαφαινόμενη σαφῆ τάση τῶν φορέων ποὺ ὀργανώνουν τὸ καρναβάλι ἐπιστροφῆς στὸ παγανιστικὸ εἰδωλολατρικὸ παρελθόν, ἀπ᾿ ὅπου κατάγεται τὸ καρναβάλι, μὲ σύγχρονη ἀδιαφορία καὶ περιφρόνηση τῶν ἀρχῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἔβαλε τέρμα στὰ παλιά, ξερίζωσε τὶς κακὲς συνήθειες καὶ εἰσήγαγε τὸ νέο ἄνθρωπο τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἁγιότητας. Ὅταν πρόκειται μερικοὶ νὰ ἀντισταθοῦν στὸ Χριστὸ καὶ στὸ Εὐαγγέλιο, ξεχνοῦν τὸν ἐκσυγχρονισμὸ καὶ τὴν πρόοδο καὶ ἐπιστρέφουν αἰῶνες πίσω, στὸ σκοτάδι τῆς πρὸ Χριστοῦ ἐποχῆς.
Ἡ πόλη τῆς Θεσσαλονίκης καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὴν ὅσες ἄλλες πόλεις δὲν ὀργανώνουν καρναβαλικὲς ἐκδηλώσεις πρέπει νὰ καυχῶνται, γιατὶ δὲν μολύνουν τὴν ἀτμόσφαιρά τους μὲ τὶς αἰσχρότητες καὶ βωμολοχίες τοῦ καρναβαλιοῦ καὶ δὲν ἀποδιώχνουν ἔτσι τὴν χάρη καὶ προστασία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων πολιούχων τους. Οἱ δημοτικοὶ ἄρχοντες ἐπίσης πρέπει νὰ γνωρίζουν ὅτι οἱ πιστοὶ Χριστιανοὶ λαμβάνουν ὑπ᾿ ὄψιν καὶ κρίνουν θετικὰ ἢ ἀρνητικὰ ὅλες τὶς ἐνέργειές τους, καταδικάζουν δὲ ἀπερίφραστα ὅσα καταδικάζουν οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας.
Καὶ γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχει ἐπ᾿ αὐτοῦ καμμία ἀμφιβολία καὶ ἀμφιταλάντευση, οὔτε ἐκ μέρους λαϊκῶν πιστῶν, οὔτε πολὺ περισσότερο ἐκ μέρους κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιδεικνύουν ἀδικαιολόγητη ἐλαστικότητα καὶ ἐπιείκεια, παραθέτουμε τὸν 62 κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος καταδικάζει τὶς μεταμφιέσεις καὶ τὶς μάσκες, ὅπως καὶ τοὺς χοροὺς καὶ τοὺς ἀστεϊσμούς, ποὺ ἐλάμβαναν χώρα σὲ παρόμοιες καρναβαλικὲς ἑορτὲς τοῦ παρελθόντος, καὶ ἐπιβάλλει στοὺς κληρικούς, ποὺ μετέχουν τὴν ποινὴ τῆς καθαιρέσεως, στοὺς δὲ λαϊκοὺς τὴν ποινὴ τοῦ ἀφορισμοῦ: «Τὰς οὕτω λεγομένας Καλάνδας, καὶ τὰ λεγόμενα Βοτά, καὶ τὰ καλούμενα Βουμάλια, καὶ τὴν ἐν τῇ πρώτῃ τοῦ Μαρτίου ἐπιτελουμένην πανήγυριν, καθάπαξ ἐκ τῆς τῶν πιστῶν πολιτείας περιαιρεθῆναι βουλόμεθα. Ἀλλὰ μὴ καὶ τὰς τῶν γυναικῶν δημοσίας ὀρχήσεις, καὶ πολλὴν λύμην καὶ βλάβην ἐμποιεῖν δυναμένας. Ἔτι μὴν καὶ τὰς ὀνόματι τῶν παρ᾿ Ἕλλησι ψευδῶς ὀνομασθέντων θεῶν, ἢ ἐξ ἀνδρῶν ἢ γυναικῶν γινομένας ὀρχήσεις καὶ τελετάς, κατὰ τί ἔθος παλαιὸν καὶ ἀλλότριόν του τῶν Χριστιανῶν βίου, ἀποπεμπόμεθα, ὁρίζοντες μηδένα ἄνδρα γυναικείαν στολὴν ἐνδιδύσκεσθαι ἢ γυναῖκα τὴν ἀνδράσιν ἁρμόδιον ἀλλὰ μήτε προσωπεῖα κωμικὰ ἢ σατυρικὰ ἢ τραγικὰ ὑποδύεσθαι· μήτε τὸ τοῦ βδελυκτοῦ Διονύσου ὄνομα τὴν σταφυλὴν ἐκθλίβοντος ἐν τοῖς ληνοῖς ἐπιβοᾶν μηδὲ τὸν οἶνον ἐν τοῖς πίθοις ἐπιχέοντας, γέλωτα ἐπικινεῖν ἀγνοίας τρόπω ἢ ματαιότητος ἢ τὰ τῆς δαιμονιώδους πλάνης, ἐνεργοῦντας. Τοὺς οὖν ἀπὸ τοῦ νῦν τι τῶν προειρημένων ἐπιτελεῖν ἐγχειροῦντας, ἐν γνώσει τούτων καθισταμένους, τούτους, εἰ μὲν κληρικοὶ εἶεν, καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν, εἰ δὲ λαϊκοί, ἀφορίζεσθαι».
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφερόμενος στὸ ἐπιχείρημα ὅτι μὲ τὶς καρναβαλικὲς ἐκδηλώσεις διασκεδάζουν καὶ εὐφραίνονται οἱ ἄνθρωποι, ξεφεύγουν ἀπὸ τὴν καθημερινότητα, ἀπαντᾷ ὅτι αὐτὸ εἶναι τελείως παράλογο, διότι ἡ χαρὰ καὶ εὐφροσύνη πρέπει νὰ συμβαδίζουν μὲ τὴν ἠθικὴ καὶ τὴν εὐπρέπεια. Ὅταν μεταβάλλεται ἕνα σπίτι σὲ πορνεῖο, εἶναι ἐντροπὴ νὰ ἰσχυρίζεται κανεὶς ὅτι πρόκειται γιὰ ἡδονὴ καὶ εὐχαρίστηση. Πολὺ περισσότερο, ὅταν ὁλόκληρες πόλεις μεταβάλλονται σὲ πορνεῖα κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ἀποκριᾶς. Σὲ λίγο ὅλη ἡ Ἑλλάδα, ἡ χώρα τῶν ἁγίων καὶ τῶν μαρτύρων, θὰ μεταβληθεῖ σὲ ἀπέραντο πορνεῖο. Στατιστικὲς στὴ πόλη τῶν Πατρῶν ἔχουν δείξει ὅτι μετὰ τὶς καρναβαλικὲς ἐκδηλώσεις ὁ ἀριθμὸς τῶν ἐκτρώσεων φθάνει σὲ ἀνησυχητικὸ σημεῖο: «Πορνεῖον γέγονέ σου ἡ οἰκία, μανία καὶ οἶστρος, καὶ οὐκ αἰσχύνη ταῦτα ἡδονὴν καλῶν;».
Οἱ τρεῖς πρῶτες ἑβδομάδες τοῦ Τριωδίου ὁρίσθηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία γιὰ τὴν σταδιακὴ προετοιμασία τῶν πιστῶν στοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ ὄχι γιὰ γλέντια καὶ ξεφαντώματα. Εἶναι περίοδος κατανύξεως, περισυλλογῆς καὶ μετανοίας (προσθήκη «Ἄλ. Ὄψις»: βλέπε καὶ τὸ βιβλίο «Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή» του Ἀλεξάνδρου Σμέμαν). Τὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου, τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ, τῆς Δευτέρας Παρουσίας καὶ Κρίσεως, μαζὺ μὲ τοὺς ἐμπνευσμένους ὕμνους, εἶναι ἰσχυρὴ προτροπὴ πρὸς μετάνοια καὶ ἐπιστροφή· ὅλο τὸ ἔτος γλεντοῦν καὶ διασκεδάζουν οἱ ἄνθρωποι. Πότε θὰ συμμαζευθοῦν στὸν ἑαυτό τους, γιὰ νὰ συνέλθουν πνευματικά, νὰ σκεφθοῦν ὑψηλότερα θέματα, νὰ ὁδηγηθοῦν στὴν αὐτογνωσία καὶ στὴν θεογνωσία; Ὅ, τί πρόκειται νὰ κερδίσουν ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, προλαβαίνει ὁ Διάβολος καὶ τοὺς τὸ ἀφαιρεῖ μὲ τὸ καρναβάλι, τὸ ὁποῖο οἱ Ἅγιοι ὀνομάζουν «σατανικὴ πομπή». Ὁ Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης στὸ βιβλίο του «Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν»1, ἀναφερόμενος σὲ ὅσα γίνονται κατὰ τὶς Ἀπόκριες γράφει: «Κατ᾿ ἀλήθειαν ἠμπορεῖ νὰ εἰπῇ τινάς, ὅτι τότε οἱ Χριστιανοὶ δαιμονίζονται ὅλοι· διότι χορεύουν, παίζουν, τραγουδοῦν ἀσυνειδήτως, ἕως καὶ αὐτοὶ οἱ πλέον γέροντες... τότε δὲν ἔχει διαφορὰν ἡ ἡμέρα ἀπὸ τὴν νύκτα· διότι ἐπίσης μὲ τὴν ἡμέραν καὶ ὅλη ἡ νύκτα ἐξοδεύεται εἰς χοροὺς καὶ παίγνια καὶ ἀταξίας καὶ μασκαραλίκια· τότε διὰ νὰ εἰπῶ ἔτσι, πανηγυρίζει ἡ ἀσέλγεια· ἑορτάζει ἡ ἀκολασία· εὐφραίνεται ἡ μέθη· ἀγάλλεται ἡ τρυφὴ καὶ ἀσωτεία· χορεύει ὁ διάβολος μὲ δέκα μανδήλια καὶ συγχορεύει μὲ αὐτὸν ὅλον τὸ πλῆθος τῶν δαιμόνων διότι ὅσον κέρδος κάμνουν εἰς μόνας τὰς ἀποκρέας, δὲν ἠμποροῦν νὰ τὸ κάμουν εἰς ὅλον τὸν χρόνον».
Ὅσα σχετικὰ λέγει ὁ Ἅγιος Νικόδημος γιὰ τὶς καρναβαλικὲς ἐκδηλώσεις καὶ τὴν ζημία ποὺ προκαλοῦν τὰ τελειώνει λέγοντας πῶς εἶναι ἀφροσύνη νὰ καταστρέφουμε προκαταβολικὰ καὶ νὰ ἀχρηστεύουμε τὴν Ἁγία Τεσσαρακοστή· προτρέπει ἐπίσης τοὺς ἀρχιερεῖς, τοὺς πνευματικοὺς καὶ τοὺς διδασκάλους νὰ ἐμποδίσουν τὸ μεγάλο αὐτὸ κακό. Τώρα οἱ μὲν ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πνευματικοὶ σιωποῦν, ἐνῷ ἔπρεπε νὰ μὴ ἡσυχάζουν μπροστὰ στὴν ἐπέκταση τοῦ κακοῦ, πολλοὶ δὲ ἀπὸ τοὺς δασκάλους καὶ τοὺς γονεῖς ὀργανώνουν οἱ ἴδιοι γιὰ τὰ παιδιά τους καρναβαλικὲς ἐκδηλώσεις: «Ἀσυγκρίτως γὰρ εἶναι μεγαλυτέρα ἡ βλάβη, ὅπου προσλαμβάνουν εἰς τὰς ἀποκρέας, πάρεξ ἡ ὠφέλεια ὅπου λαμβάνουν ἀπὸ τὴν ἐρχομένην Τεσσαρακοστὴν ἴλεως, ἴλεως, ἴλεως, νὰ γίνῃ ὁ Θεός! Καὶ αὐτὸς εἴθε νὰ φωτίσῃ τοὺς ἁγίους Ἀρχιερεῖς καὶ πνευματικοὺς καὶ διδασκάλους νὰ ἐμποδίσουν τὰ τοιαῦτα κακά, μὲ ἀφορισμοὺς καὶ ἐπιτίμια, καθὼς προστάζει καὶ ὁ ξβ´ κανὼν τῆς ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς στ´ Συνόδου».