Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως γεννήθηκε τὴν Τρίτη 1 Ὀκτωβρίου τοῦ 1846 στὴν Σηλυβρία τῆς Τουρκοκρατούμενης Θράκης, ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φτωχοὺς γονεῖς -τοὺς Δῆμο (Δημοσθένη) καὶ Μπαλοῦ (Βασιλικὴ) Κεφαλᾶ. Ὁ πατέρας του καταγόταν ἀπὸ τὰ Ἰωάννινα, ναυτικὸς στὸ ἐπάγγελμα, καὶ ἡ μητέρα του καταγόταν ἀπὸ τὴν Σηλυβρία. Ἦταν τὸ πέμπτο παιδὶ τῆς οἰκογένειας καὶ εἶχε πέντε ἢ ἕξη ἀδέρφια: τὸν Δημήτριο, τὸν Γρηγόριο, τὴν Σμαράγδα, τὴν Σεβαστή, τὴν Μαριώρα καὶ τὸν Χαραλάμπη (τὸ ὄνομα καὶ ἡ ὕπαρξη τοῦ ὁποίου ἐμφανίζονται στὴν διαθήκη τοῦ Ἁγίου, ἐνῶ κάποιες πηγὲς τὸν θέλουν νὰ ἀντικατέστησε τὸν Ἅγιο ὡς διδάσκαλος στὸ χωριὸ Λιθὶ τῆς Χίου). Κατὰ τὴν βάπτισή του δέ τοῦ δόθηκε τὸ ὄνομα Ἀναστάσιος.
. Τὰ πρῶτα γράμματα μαζὶ μὲ χριστιανικὲς διδαχὲς τὰ ἔλαβε ἀπὸ τὴν μητέρα του. Στὴν Σηλυβρία τελείωσε τὸ δημοτικὸ καὶ τὸ σχολαρχεῖο. Ἦταν ἕνα εὐφυέστατο παιδὶ μὲ πολὺ καλὴ μνήμη, ποὺ ἔδειξε τὴν διδασκαλικὴ καὶ θεολογική του κλίση ἀπὸ πολὺ νωρίς. Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι σὲ ἡλικία μόλις ἑπτὰ ἐτῶν, ἔραβε φύλλα χαρτιοῦ μεταξύ τους μὲ σκοπὸ νὰ φτιάξει βιβλία γιὰ νὰ γράψει σὲ αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε στὴν μητέρα του.
. Κατόπιν μετανάστευσε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐργάστηκε στὴν ἀρχὴ σὲ καπνοπωλεῖο, τόσο γιὰ νὰ βοηθήσει οἰκονομικὰ τὴν οἰκογένειά του ὅσο καὶ γιὰ νὰ μπορέσει νὰ συνεχίσει τὶς σπουδές του. Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἄρχισε νὰ μελετᾶ καὶ νὰ συλλέγει ρητὰ καὶ ἀποφθέγματα Ἁγίων Πατέρων καὶ κλασικῶν φιλοσόφων, τὰ ὁποῖα ἀποτέλεσαν τὸ δίτομο βιβλίο «Ἱερῶν καὶ φιλοσοφικῶν λογίων θησαύρισμα», ποὺ ἐξέδωσε τὸ 1895. Τὰ συγκέντρωνε ὄχι μόνο γιὰ δική του χρήση ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μπορέσει νὰ τὰ μεταφέρει στοὺς συνανθρώπους του καὶ νὰ τοὺς ὠφελήσει. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα αὐτῆς τῆς πλευρᾶς τοῦ χαρακτήρα του εἶναι ὅτι ἔγραφε κάποια ἀπὸ αὐτὰ τὰ γνωμικὰ στὶς χάρτινες καπνοσακοῦλες τοῦ καπνοπωλείου, ὥστε νὰ τὰ διαβάσουν καὶ νὰ ὠφεληθοῦν ὅσοι τὶς χρησιμοποιοῦσαν. Ἡ πρακτικὴ αὐτὴ δὲ ἔλυνε καὶ τὸ πρόβλημα τῆς δημοσίευσής τους ἀπὸ ἐκεῖνον, ἐλλείψει χρηματικῶν πόρων.
Πρὶν ἀκόμα συμπληρώσει τὸ 20ο ἔτος τῆς ἡλικίας του, προσελήφθη ὡς παιδονόμος στὸ ἐν Κωνσταντινουπόλει σχολεῖο τοῦ Μετοχίου τοῦ Παναγίου Τάφου (διευθυντὴς τοῦ σχολείου αὐτοῦ ἦταν ὁ θεῖος του -ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς μητέρας του- Ἀλέξανδρος Τριανταφυλλίδης) ὅπου συνέχισε τὶς σπουδές του, ἐνῶ ταυτόχρονα ἐργαζόταν διδάσκοντας τὶς μικρότερες τάξεις.
. Τὴν ἴδια περίοδο ἔλαβε χώρα καὶ τὸ πρῶτο θαῦμα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. Ἐνῶ βρισκόταν σὲ ἱστιοφόρο καὶ ταξίδευε γιὰ νὰ πάει ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του -γιὰ νὰ ἑορτάσει μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειά του τὰ Χριστούγεννα- ἔπιασε μεγάλη τρικυμία. Μὲ τὴν παραίνεση καὶ τὶς προσευχὲς ὅμως τοῦ Ἁγίου, τὸ πλοῖο κατάφερε νὰ φτάσει στὸν προορισμό του καὶ ἔτσι γλύτωσαν τὴν ζωή τους οἱ συνεπιβάτες του καὶ φυσικὰ ὁ ἴδιος.
. Μετὰ τὴν Κωνσταντινούπολη ἦρθε ἡ σειρὰ τῆς Χίου νὰ φιλοξενήσει τὸν «Ἅγιο τοῦ 20ου αἰώνα». Στὴν ἀρχὴ ἐργάστηκε ὡς δημοδιδάσκαλος στὸ χωριὸ Λιθί, ἐνῶ παράλληλα κήρυττε σὲ Ἱεροὺς ναοὺς τῆς περιοχῆς.
. Μετὰ τὴν πάροδο ἑπτὰ ἐτῶν, εἰσῆλθε ὡς δόκιμος μοναχὸς στὴν «Νέα Μονή», τῆς Χίου, σὲ ἡλικία 27 ἐτῶν. Τρία χρόνια ἀργότερα ἔγινε μοναχὸς (στὶς 7 Νοεμβρίου 1876) καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Λάζαρος, ἐνῶ ἄρχισε νὰ ἐργάζεται ὡς γραμματέας τοῦ μοναστηριοῦ. Λίγους μῆνες ἀργότερα (στὶς 15 Ἰανουαρίου 1877) χειροτονήθηκε ἱεροδιάκονος ἀπὸ τὸν τότε Μητροπολίτη Χίου, Γρηγόριο. Κατὰ τὴν χειροτονία του ἦταν ποὺ ἔλαβε τὸ ὄνομα Νεκτάριος.
. Κατόπιν μετανάστευσε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐργάστηκε στὴν ἀρχὴ σὲ καπνοπωλεῖο, τόσο γιὰ νὰ βοηθήσει οἰκονομικὰ τὴν οἰκογένειά του ὅσο καὶ γιὰ νὰ μπορέσει νὰ συνεχίσει τὶς σπουδές του. Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἄρχισε νὰ μελετᾶ καὶ νὰ συλλέγει ρητὰ καὶ ἀποφθέγματα Ἁγίων Πατέρων καὶ κλασικῶν φιλοσόφων, τὰ ὁποῖα ἀποτέλεσαν τὸ δίτομο βιβλίο «Ἱερῶν καὶ φιλοσοφικῶν λογίων θησαύρισμα», ποὺ ἐξέδωσε τὸ 1895. Τὰ συγκέντρωνε ὄχι μόνο γιὰ δική του χρήση ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μπορέσει νὰ τὰ μεταφέρει στοὺς συνανθρώπους του καὶ νὰ τοὺς ὠφελήσει. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα αὐτῆς τῆς πλευρᾶς τοῦ χαρακτήρα του εἶναι ὅτι ἔγραφε κάποια ἀπὸ αὐτὰ τὰ γνωμικὰ στὶς χάρτινες καπνοσακοῦλες τοῦ καπνοπωλείου, ὥστε νὰ τὰ διαβάσουν καὶ νὰ ὠφεληθοῦν ὅσοι τὶς χρησιμοποιοῦσαν. Ἡ πρακτικὴ αὐτὴ δὲ ἔλυνε καὶ τὸ πρόβλημα τῆς δημοσίευσής τους ἀπὸ ἐκεῖνον, ἐλλείψει χρηματικῶν πόρων.
Πρὶν ἀκόμα συμπληρώσει τὸ 20ο ἔτος τῆς ἡλικίας του, προσελήφθη ὡς παιδονόμος στὸ ἐν Κωνσταντινουπόλει σχολεῖο τοῦ Μετοχίου τοῦ Παναγίου Τάφου (διευθυντὴς τοῦ σχολείου αὐτοῦ ἦταν ὁ θεῖος του -ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς μητέρας του- Ἀλέξανδρος Τριανταφυλλίδης) ὅπου συνέχισε τὶς σπουδές του, ἐνῶ ταυτόχρονα ἐργαζόταν διδάσκοντας τὶς μικρότερες τάξεις.
. Τὴν ἴδια περίοδο ἔλαβε χώρα καὶ τὸ πρῶτο θαῦμα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. Ἐνῶ βρισκόταν σὲ ἱστιοφόρο καὶ ταξίδευε γιὰ νὰ πάει ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του -γιὰ νὰ ἑορτάσει μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειά του τὰ Χριστούγεννα- ἔπιασε μεγάλη τρικυμία. Μὲ τὴν παραίνεση καὶ τὶς προσευχὲς ὅμως τοῦ Ἁγίου, τὸ πλοῖο κατάφερε νὰ φτάσει στὸν προορισμό του καὶ ἔτσι γλύτωσαν τὴν ζωή τους οἱ συνεπιβάτες του καὶ φυσικὰ ὁ ἴδιος.
. Μετὰ τὴν Κωνσταντινούπολη ἦρθε ἡ σειρὰ τῆς Χίου νὰ φιλοξενήσει τὸν «Ἅγιο τοῦ 20ου αἰώνα». Στὴν ἀρχὴ ἐργάστηκε ὡς δημοδιδάσκαλος στὸ χωριὸ Λιθί, ἐνῶ παράλληλα κήρυττε σὲ Ἱεροὺς ναοὺς τῆς περιοχῆς.
. Μετὰ τὴν πάροδο ἑπτὰ ἐτῶν, εἰσῆλθε ὡς δόκιμος μοναχὸς στὴν «Νέα Μονή», τῆς Χίου, σὲ ἡλικία 27 ἐτῶν. Τρία χρόνια ἀργότερα ἔγινε μοναχὸς (στὶς 7 Νοεμβρίου 1876) καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Λάζαρος, ἐνῶ ἄρχισε νὰ ἐργάζεται ὡς γραμματέας τοῦ μοναστηριοῦ. Λίγους μῆνες ἀργότερα (στὶς 15 Ἰανουαρίου 1877) χειροτονήθηκε ἱεροδιάκονος ἀπὸ τὸν τότε Μητροπολίτη Χίου, Γρηγόριο. Κατὰ τὴν χειροτονία του ἦταν ποὺ ἔλαβε τὸ ὄνομα Νεκτάριος.
. Τὸ ἴδιο ἔτος (1877) ἔφυγε ἀπὸ τὴν Νέα Μονὴ μὲ ἄδεια καὶ πῆγε στὴν Ἀθήνα γιὰ νὰ συνεχίσει τὶς σπουδές του. Ἀξίζει σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο νὰ ἀναφέρουμε ὅτι τὰ ἔξοδα τῶν σπουδῶν του αὐτῶν κάλυψαν οἱ ἀδερφοὶ Χωρέμη -ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Δημοσθένης Χωρέμης. Στὸ νησὶ τῆς Χίου ἐπέστρεψε μετὰ ἀπὸ τρία ἔτη, ἔχοντας στὶς ἀποσκευὲς του τὸ πτυχίο τοῦ Γυμνασίου.
. Στὰ τέλη Σεπτέμβρη τοῦ 1882 μετέβη στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου παρουσιάστηκε στὸν Πατριάρχη Σωφρόνιο καὶ τοῦ ἐξέθεσε τὴν ἐπιθυμία του νὰ συνεχίσει τὶς σπουδές του, δίνοντάς του καὶ μία συστατικὴ ἐπιστολὴ ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο τῆς Νέας Μονῆς, Νικηφόρο. Ὁ Σωφρόνιος ὄντως τὸν βοήθησε (ἀναλαμβάνοντας τὸ Πατριαρχεῖο ἕνα μέρος ἀπὸ τὰ ἔξοδα τῶν σπουδῶν, τὰ ὑπόλοιπα τὰ κάλυψαν οἱ ἀδερφοὶ Χωρέμη) θέτοντάς του ὅμως ὡς ὅρο μετὰ τὸ πέρας τῶν σπουδῶν του, νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ νὰ ἐργαστεῖ γιὰ τὸ Πατριαρχεῖο.Ἔτσι ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, πῆρε γιὰ ἄλλη μία φορὰ τὸν δρόμο γιὰ τὴν Ἀθήνα ὅπου γράφτηκε στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποφοίτησε τρία χρόνια ἀργότερα. Στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ διδάχθηκε: Δογματική, Ἠθική, Παλαιὰ Διαθήκη, Ἑβραϊκά, Καινὴ Διαθήκη, Ποιμαντική, Πατρολογία, Χριστιανικὴ Ἀρχαιολογία, Κατηχητική, Συμβολικὴ καὶ Ἱστορία Δογμάτων. Τὴν περίοδο τῶν σπουδῶν του ὑπηρέτησε ὡς διάκονος στοὺς ναούς: τῆς Ἁγίας Εἰρήνης (Αἰόλου), τῆς Παντάνασσας (Μοναστηράκι) καὶ σ᾽ τοῦ Ἁγίου Νικολάου (Πευκάκια).
. Ἦταν τέλη τοῦ 1885 ἢ ἀρχὲς τοῦ 1886, ὅταν ἐπέστρεψε στὴν Ἀλεξάνδρεια ἔχοντας τελειώσει τὶς σπουδές του στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν. Φτάνοντας ἐκεῖ ἀνέλαβε ἀμέσως καθήκοντα ἱεροκήρυκα. Στὶς 23 Μαρτίου τοῦ 1886 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Σάββα ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας, ἐνῶ τὸν Αὔγουστο τοῦ ἴδιου χρόνου ἀνῆλθε στὸ ἀξίωμα τοῦ Ἀρχιμανδρίτη. Ἐργάστηκε ὡς γραμματέας τοῦ Πατριαρχείου καὶ κατόπιν ὡς Πατριαρχικὸς Ἐπίτροπος στὸ Κάιρο.
. Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1889 ὁ Πατριάρχης Σωφρόνιος, ἀναγνωρίζοντας τὴν ἀξία τοῦ Ἁγίου καὶ βλέποντας τὴν ἀγάπη μὲ τὴν ὁποία τὸν περιέβαλαν οἱ πιστοί, τὸν χειροτόνησε Μητροπολίτη Πενταπόλεως. Ὁ Ἅγιος ἀσκοῦσε τὰ καθήκοντά του μὲ ζῆλο καὶ ὑποδειγματικὸ τρόπο. Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα, τὸ ποίμνιό του νὰ τὸν ἀγαπᾶ ὅλο καὶ περισσότερο, ἐνῶ -στὸν ἀντίποδα- κάποιοι στὸ Πατριαρχικὸ περιβάλλον ἄρχισαν νὰ τὸν συκοφαντοῦν -ζήλευαν τὴν ἀγάπη ποὺ τοῦ εἶχαν οἱ χριστιανοὶ ἀλλὰ καὶ τὸ μεγαλεῖο τοῦ χαρακτήρα του.
. Οἱ συκοφάντες ἔριξαν τοὺς σπόρους τους, κι ἐκεῖνοι βρῆκαν γόνιμο ἔδαφος στὸν ὑπερήλικο Πατριάρχη καὶ φύτρωσαν. Ἀποτέλεσμα; Νὰ ἀφαιρεθοῦν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο τὰ ἀξιώματά του, καὶ νὰ τοῦ ἐπιτραπεῖ μόνο νὰ διαμένει στὸ δωμάτιό του, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ κινεῖται στὴν περιοχὴ τοῦ Καΐρου καὶ στὶς γύρω κωμοπόλεις. Οἱ συκοφάντες ὅμως δὲν ἔμειναν ἱκανοποιημένοι. Συνέχισαν τὸ βδελυρό τους ἔργο καὶ ἔτσι, στὶς 11 Ἰουλίου τοῦ 1890 ἐξεδόθη ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας «ἀπολυτήριο», μὲ τὸ ὁποῖο ὑποχρέωναν τὸν Ἅγιο νὰ ἐγκαταλείψει τὴν Αἴγυπτο, παρ᾽ ὅλο ποὺ ἐκεῖνος εἶχε συμμορφωθεῖ ἀπόλυτα καὶ χωρὶς διαμαρτυρίες στὶς ἐντολὲς τοῦ Σωφρόνιου. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι τὸ «ἀπολυτήριο» δὲν ἦταν σύμφωνο μὲ τοὺς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας -δὲν εἶχε γίνει ἐκκλησιαστικὴ δίκη- ἀλλὰ καὶ δὲν τοῦ καταβλήθηκαν οἱ μισθοὶ ποὺ τοῦ χρωστοῦσε τὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας ἀπὸ τὴν μέρα ποὺ χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως ἕως καὶ τὴν ἡμέρα ποὺ τὸν ἀνάγκασαν νὰ ἀποχωρήσει ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο.
. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Νεκτάριος πῆρε γιὰ τρίτη φορὰ τὸν δρόμο γιὰ τὴν Ἀθήνα. Οἱ συκοφάντες εἶχαν πετύχει τὸν στόχο τους.
. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἔφτασε στὴν ἑλληνικὴ πρωτεύουσα, ἄρχισε νὰ ἀναζητᾶ κάποια θέση ποὺ θὰ τοῦ ἐπέτρεπε νὰ προσφέρει ξανὰ τὶς ὑπηρεσίες του στοὺς ἀνθρώπους. Μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο -δύσκολο λόγῳ τῆς ἄσχημης οἰκονομικῆς του κατάστασης- διορίστηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἱεροκήρυκας Εὐβοίας, στὶς 15 Φεβρουαρίου τοῦ 1891. Κοντὰ στοὺς ἐκεῖ χριστιανοὺς ἔμεινε δυόμιση χρόνια, ἕως τὸν Αὔγουστο τοῦ 1893, ὅπου μετατέθηκε στὸ νομὸ Φθιώτιδος καὶ Φωκίδος. Στὴν νέα του θέση παρέμεινε μόλις μισὸ χρόνο.
. Τὸ ἦθος του, ὁ ἐξαίσιος χαρακτήρας του, ἡ εὐσέβειά του, ἀλλὰ καὶ οἱ πράξεις του, ἔκαναν τὸ ποίμνιό του νὰ τὸν ἀγαπᾶ σὰν πατέρα καὶ τὴν φήμη του νὰ ἐξαπλώνεται συνεχῶς. Ὅταν αὐτὴ ἡ φήμη ἔφτασε στὰ ἁρμόδια “ αὐτιά”, στὴν Ἀθήνα, ἀποφασίστηκε ὁ Ἅγιος Νεκτάριος νὰ διοριστεῖ διευθυντὴς τῆς Ριζαρείου σχολῆς, πράγμα ποὺ ἔγινε τὸν Μάρτιο τοῦ 1894.
. Στὴν διεύθυνση τῆς Ριζαρείου παρέμεινε γιὰ 14 ὁλόκληρα χρόνια. Στὸ διάστημα αὐτῶν τῶν ἐτῶν ἔδωσε νέα πνοὴ στὸ ἵδρυμα καὶ βοήθησε στὴν ἐκπαίδευση καὶ τὴν ἀνάδειξη πλήθους κληρικῶν καὶ ἐπιστημόνων. Παράλληλα συνέχισε -μὲ μεγαλύτερη μάλιστα ἔνταση- τὸ συγγραφικό του ἔργο. Μία ἀσχολία ποὺ τὸν συνόδευε ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια καὶ ποὺ χάρισε σὲ ἐμᾶς πνευματικοὺς θησαυροὺς γεννημένους στὸ μυαλὸ καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου.
. Τὶς περισσότερες ὧρες τῆς ἡμέρας ἐργαζόταν γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς σχολῆς καὶ τὸν ἐλάχιστο ἐλεύθερο χρόνο του τὸν μοίραζε στὴν προσευχή, στὴν μελέτη, στὴν συγγραφὴ καὶ στὴν ἀγαπημένη τοῦ ἀσχολία: τὴν φροντίδα λουλουδιῶν καὶ δέντρων.
. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν θερινῶν διακοπῶν τῆς σχολῆς, τὸ καλοκαίρι τοῦ 1898, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἐπισκέφθηκε τὸ Ἅγιο Ὅρος, ὅπου καὶ περιόδευσε στὶς ἐκεῖ μονὲς γιὰ σχεδὸν δύο μῆνες. Στὸ διάστημα αὐτὸ μελέτησε ἐκτενῶς τὰ χειρόγραφα στὶς βιβλιοθῆκες τῶν μονῶν, πρὸς ἀναζήτηση ὑλικοῦ γιὰ τὶς ἐπιστημονικὲς ἐργασίες του.
. Παράλληλα μὲ τὰ καθήκοντα τοῦ διευθυντοῦ τῆς Ριζαρείου, ἀναλαμβάνει καὶ φιλανθρωπικὴ δράση συνδράμοντας ὅσους εἶχαν ἀνάγκη σὲ πνευματικὸ καὶ ὑλικὸ ἐπίπεδο. Ἡ ἔντονη σωματικὴ καὶ πνευματικὴ δράση ἐκείνων τῶν ἐτῶν, ἔδρασε ἀρνητικὰ τὴν ὑγεία τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος ἀρρώσταινε ὅλο καὶ πιὸ συχνά. Τότε ἦταν ποὺ στὸ μυαλό του γεννήθηκε ἡ ἰδέα τῆς ἐπιστροφῆς στὸν μοναστικὸ βίο καὶ ζήτησε ἀπὸ τὴν Νέα Μονὴ Χίου τὸ ἀπολυτήριό του, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ μονάσει ὅπου ἤθελε. Τὸ ἐν λόγῳ ἀπολυτήριο ἐστάλη ἀπὸ τὴν Νέα Μονὴ στὸν Ἅγιο Νεκτάριο στὶς 24 Νοεμβρίου τοῦ 1900.
. Ὅταν κάποια στιγμὴ ὁ Ἅγιος γνωρίστηκε μὲ τὴν Χρυσάνθη Στρογγυλοῦ (μετέπειτα Ἡγουμένη Ξένη), μία τυφλὴ καὶ εὐσεβῆ γυναίκα, μπῆκε τὸ πρῶτο λιθαράκι γιὰ τὴν δημιουργία τῆς μονῆς στὴν Αἴγινα. Ἡ Χρυσάνθη μαζὶ μὲ μερικὲς ἀκόμα γυναῖκες ἐπιθυμοῦσαν νὰ μονάσουν καὶ ἀναζητοῦσαν ἕνα πνευματικὸ ὁδηγό, τὸν ὁποῖο βρῆκαν στὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. Μὲ παραίνεσή του ἄρχισαν νὰ ἀναζητοῦν τόπο γιὰ τὴν δημιουργία ἑνὸς μοναστηριοῦ, καὶ τελικὰ κατέληξαν σὲ μία ἐρειπωμένη μονὴ -ἀφιερωμένη στὴ Ζωοδόχο Πηγὴ καὶ διαλυμένη ἀπὸ τὸ 1834 μὲ διάταγμα τῶν Βαυαρῶν- στὴν Αἴγινα. Ὅταν ἐπισκέφθηκε καὶ ὁ Ἅγιος τὸν τόπο ἐκεῖνο, ἀποφασίστηκε νὰ ἐπισκευαστοῦν τὰ παλαιὰ κτήρια τῆς μονῆς καὶ νὰ ξανατεθεῖ τὸ μοναστήρι σὲ λειτουργία. Οἱ ἐργασίες γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ξεκίνησαν τὸ 1904, ἡ δὲ μονὴ θὰ ἦταν ἀφιερωμένη στὴν Ἁγία Τριάδα. Ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὴν Ἀθήνα -ἦταν ἀκόμα διευθυντὴς στὴν Ριζάρειο- καθοδηγοῦσε τὶς μοναχὲς καὶ ὅποτε ἔβρισκε χρόνο ἐπισκεπτόταν τὴν μονή, στὴν ὁποία ἔμελλε νὰ περάσει τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του.
. Μετὰ ἀπὸ τέσσερα χρόνια, ἔχοντας πλέον ἀποφασίσει νὰ ἀποσυρθεῖ στὸ μοναστήρι τῆς Αἴγινας καὶ νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν ὀργάνωσή του καὶ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τῶν καλογριῶν ποὺ τὸ στελέχωναν, ὑπέβαλε τὴν παραίτησή του στὸ διοικητικὸ συμβούλιο τῆς Ριζαρείου στὶς 7 Φεβρουαρίου τοῦ 1908. Ἡ παραίτηση ἔγινε δεκτὴ ἀπὸ τὸ συμβούλιο, τὸ ὁποῖο τὸν συνταξιοδότησε -ὡς ἐλάχιστη ἀναγνώριση τοῦ ἔργου του- μὲ τὸ σημαντικὸ γιὰ τὴν ἐποχὴ ποσό τῶν 250 δραχμῶν τὸν μήνα.
. Στὴν μονὴ ἐγκαταστάθηκε μετὰ τὸ Πάσχα τοῦ ἰδίου ἔτους, μιᾶς καὶ παρέμεινε στὴν θέση τοῦ διευθυντοῦ τῆς Ριζαρείου μέχρι νὰ βρεθεῖ ἀντικαταστάτης.
. Μὲ δικά του ἔξοδα ἔκτισε μία μικτὴ οἰκία, πλησίον ἀλλὰ ἐκτὸς τῆς μονῆς, στὴν ὁποία θὰ κατοικοῦσε. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ἔλαβε ἐνεργὰ μέρος στὸ κτίσιμο, κουβαλώντας χῶμα ἢ λάσπη καὶ σκάβοντας, βοηθώντας τοὺς τεχνίτες. Ποτέ, σὲ ὅλη του τὴ ζωή, δὲν θεώρησε κάποια ἐργασία ἀνάξια του. Πάντα ἔκανε ὅ,τι περνοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι του, μὲ ἰδιαίτερη χαρά, ζῆλο καὶ ταπεινοφροσύνη!
Μία ὑπόθεση στὴν ὁποία ἀφιέρωσε κόπο καὶ χρόνο ἦταν αὐτὴ τῆς ἐπίσημης ἀναγνώρισης τῆς Μονῆς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Ἀναγνώριση ποὺ τελικὰ ἐπιτεύχθηκε τέσσερα χρόνια μετὰ τὴν κοίμησή του, καὶ ἀνακοινώθηκε στὶς μοναχὲς μὲ ἐπιστολὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χρυσόστομου, στὶς 15 Μαΐου τοῦ 1924.
. Τὰ τελευταῖα χρόνια της ζωῆς του, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἔπασχε ἀπὸ χρόνια προστατίτιδα, ἡ ὁποία τοῦ δημιουργοῦσε ἀφόρητους πόνους. Τελικὰ συμφώνησε στὶς συστάσεις τῶν γιατρῶν καὶ ἦρθε στὴν Ἀθήνα στὸ Ἀρεταίειο νοσοκομεῖο. Ἐκεῖ νοσηλεύτηκε -στὸν 2ο θάλαμο τοῦ 2ου ὀρόφου (ἦταν θάλαμος Γ´ θέσεως: ἀπορίας)- γιὰ δύο σχεδὸν μῆνες. Στὸ πλευρό του, καθ᾽ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς νοσηλείας του, ἦταν συνεχῶς -καὶ ἐναλλάσσονταν σὲ βάρδιες- οἱ μοναχὲς Εὐφημία καὶ Ἀγαπία. Τελικὰ γύρω στὰ μεσάνυχτα τῆς 8ης πρὸς 9ης Νοεμβρίου τοῦ 1920 ἀνεχώρησε γιὰ τοὺς Οὐρανούς, σὲ ἡλικία 74 ἐτῶν.
. Ἦταν τέλη τοῦ 1885 ἢ ἀρχὲς τοῦ 1886, ὅταν ἐπέστρεψε στὴν Ἀλεξάνδρεια ἔχοντας τελειώσει τὶς σπουδές του στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν. Φτάνοντας ἐκεῖ ἀνέλαβε ἀμέσως καθήκοντα ἱεροκήρυκα. Στὶς 23 Μαρτίου τοῦ 1886 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Σάββα ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας, ἐνῶ τὸν Αὔγουστο τοῦ ἴδιου χρόνου ἀνῆλθε στὸ ἀξίωμα τοῦ Ἀρχιμανδρίτη. Ἐργάστηκε ὡς γραμματέας τοῦ Πατριαρχείου καὶ κατόπιν ὡς Πατριαρχικὸς Ἐπίτροπος στὸ Κάιρο.
. Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1889 ὁ Πατριάρχης Σωφρόνιος, ἀναγνωρίζοντας τὴν ἀξία τοῦ Ἁγίου καὶ βλέποντας τὴν ἀγάπη μὲ τὴν ὁποία τὸν περιέβαλαν οἱ πιστοί, τὸν χειροτόνησε Μητροπολίτη Πενταπόλεως. Ὁ Ἅγιος ἀσκοῦσε τὰ καθήκοντά του μὲ ζῆλο καὶ ὑποδειγματικὸ τρόπο. Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα, τὸ ποίμνιό του νὰ τὸν ἀγαπᾶ ὅλο καὶ περισσότερο, ἐνῶ -στὸν ἀντίποδα- κάποιοι στὸ Πατριαρχικὸ περιβάλλον ἄρχισαν νὰ τὸν συκοφαντοῦν -ζήλευαν τὴν ἀγάπη ποὺ τοῦ εἶχαν οἱ χριστιανοὶ ἀλλὰ καὶ τὸ μεγαλεῖο τοῦ χαρακτήρα του.
. Οἱ συκοφάντες ἔριξαν τοὺς σπόρους τους, κι ἐκεῖνοι βρῆκαν γόνιμο ἔδαφος στὸν ὑπερήλικο Πατριάρχη καὶ φύτρωσαν. Ἀποτέλεσμα; Νὰ ἀφαιρεθοῦν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο τὰ ἀξιώματά του, καὶ νὰ τοῦ ἐπιτραπεῖ μόνο νὰ διαμένει στὸ δωμάτιό του, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ κινεῖται στὴν περιοχὴ τοῦ Καΐρου καὶ στὶς γύρω κωμοπόλεις. Οἱ συκοφάντες ὅμως δὲν ἔμειναν ἱκανοποιημένοι. Συνέχισαν τὸ βδελυρό τους ἔργο καὶ ἔτσι, στὶς 11 Ἰουλίου τοῦ 1890 ἐξεδόθη ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας «ἀπολυτήριο», μὲ τὸ ὁποῖο ὑποχρέωναν τὸν Ἅγιο νὰ ἐγκαταλείψει τὴν Αἴγυπτο, παρ᾽ ὅλο ποὺ ἐκεῖνος εἶχε συμμορφωθεῖ ἀπόλυτα καὶ χωρὶς διαμαρτυρίες στὶς ἐντολὲς τοῦ Σωφρόνιου. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι τὸ «ἀπολυτήριο» δὲν ἦταν σύμφωνο μὲ τοὺς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας -δὲν εἶχε γίνει ἐκκλησιαστικὴ δίκη- ἀλλὰ καὶ δὲν τοῦ καταβλήθηκαν οἱ μισθοὶ ποὺ τοῦ χρωστοῦσε τὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας ἀπὸ τὴν μέρα ποὺ χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως ἕως καὶ τὴν ἡμέρα ποὺ τὸν ἀνάγκασαν νὰ ἀποχωρήσει ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο.
. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Νεκτάριος πῆρε γιὰ τρίτη φορὰ τὸν δρόμο γιὰ τὴν Ἀθήνα. Οἱ συκοφάντες εἶχαν πετύχει τὸν στόχο τους.
. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἔφτασε στὴν ἑλληνικὴ πρωτεύουσα, ἄρχισε νὰ ἀναζητᾶ κάποια θέση ποὺ θὰ τοῦ ἐπέτρεπε νὰ προσφέρει ξανὰ τὶς ὑπηρεσίες του στοὺς ἀνθρώπους. Μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο -δύσκολο λόγῳ τῆς ἄσχημης οἰκονομικῆς του κατάστασης- διορίστηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἱεροκήρυκας Εὐβοίας, στὶς 15 Φεβρουαρίου τοῦ 1891. Κοντὰ στοὺς ἐκεῖ χριστιανοὺς ἔμεινε δυόμιση χρόνια, ἕως τὸν Αὔγουστο τοῦ 1893, ὅπου μετατέθηκε στὸ νομὸ Φθιώτιδος καὶ Φωκίδος. Στὴν νέα του θέση παρέμεινε μόλις μισὸ χρόνο.
. Τὸ ἦθος του, ὁ ἐξαίσιος χαρακτήρας του, ἡ εὐσέβειά του, ἀλλὰ καὶ οἱ πράξεις του, ἔκαναν τὸ ποίμνιό του νὰ τὸν ἀγαπᾶ σὰν πατέρα καὶ τὴν φήμη του νὰ ἐξαπλώνεται συνεχῶς. Ὅταν αὐτὴ ἡ φήμη ἔφτασε στὰ ἁρμόδια “ αὐτιά”, στὴν Ἀθήνα, ἀποφασίστηκε ὁ Ἅγιος Νεκτάριος νὰ διοριστεῖ διευθυντὴς τῆς Ριζαρείου σχολῆς, πράγμα ποὺ ἔγινε τὸν Μάρτιο τοῦ 1894.
. Στὴν διεύθυνση τῆς Ριζαρείου παρέμεινε γιὰ 14 ὁλόκληρα χρόνια. Στὸ διάστημα αὐτῶν τῶν ἐτῶν ἔδωσε νέα πνοὴ στὸ ἵδρυμα καὶ βοήθησε στὴν ἐκπαίδευση καὶ τὴν ἀνάδειξη πλήθους κληρικῶν καὶ ἐπιστημόνων. Παράλληλα συνέχισε -μὲ μεγαλύτερη μάλιστα ἔνταση- τὸ συγγραφικό του ἔργο. Μία ἀσχολία ποὺ τὸν συνόδευε ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια καὶ ποὺ χάρισε σὲ ἐμᾶς πνευματικοὺς θησαυροὺς γεννημένους στὸ μυαλὸ καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου.
. Τὶς περισσότερες ὧρες τῆς ἡμέρας ἐργαζόταν γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς σχολῆς καὶ τὸν ἐλάχιστο ἐλεύθερο χρόνο του τὸν μοίραζε στὴν προσευχή, στὴν μελέτη, στὴν συγγραφὴ καὶ στὴν ἀγαπημένη τοῦ ἀσχολία: τὴν φροντίδα λουλουδιῶν καὶ δέντρων.
. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν θερινῶν διακοπῶν τῆς σχολῆς, τὸ καλοκαίρι τοῦ 1898, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἐπισκέφθηκε τὸ Ἅγιο Ὅρος, ὅπου καὶ περιόδευσε στὶς ἐκεῖ μονὲς γιὰ σχεδὸν δύο μῆνες. Στὸ διάστημα αὐτὸ μελέτησε ἐκτενῶς τὰ χειρόγραφα στὶς βιβλιοθῆκες τῶν μονῶν, πρὸς ἀναζήτηση ὑλικοῦ γιὰ τὶς ἐπιστημονικὲς ἐργασίες του.
. Παράλληλα μὲ τὰ καθήκοντα τοῦ διευθυντοῦ τῆς Ριζαρείου, ἀναλαμβάνει καὶ φιλανθρωπικὴ δράση συνδράμοντας ὅσους εἶχαν ἀνάγκη σὲ πνευματικὸ καὶ ὑλικὸ ἐπίπεδο. Ἡ ἔντονη σωματικὴ καὶ πνευματικὴ δράση ἐκείνων τῶν ἐτῶν, ἔδρασε ἀρνητικὰ τὴν ὑγεία τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος ἀρρώσταινε ὅλο καὶ πιὸ συχνά. Τότε ἦταν ποὺ στὸ μυαλό του γεννήθηκε ἡ ἰδέα τῆς ἐπιστροφῆς στὸν μοναστικὸ βίο καὶ ζήτησε ἀπὸ τὴν Νέα Μονὴ Χίου τὸ ἀπολυτήριό του, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ μονάσει ὅπου ἤθελε. Τὸ ἐν λόγῳ ἀπολυτήριο ἐστάλη ἀπὸ τὴν Νέα Μονὴ στὸν Ἅγιο Νεκτάριο στὶς 24 Νοεμβρίου τοῦ 1900.
. Ὅταν κάποια στιγμὴ ὁ Ἅγιος γνωρίστηκε μὲ τὴν Χρυσάνθη Στρογγυλοῦ (μετέπειτα Ἡγουμένη Ξένη), μία τυφλὴ καὶ εὐσεβῆ γυναίκα, μπῆκε τὸ πρῶτο λιθαράκι γιὰ τὴν δημιουργία τῆς μονῆς στὴν Αἴγινα. Ἡ Χρυσάνθη μαζὶ μὲ μερικὲς ἀκόμα γυναῖκες ἐπιθυμοῦσαν νὰ μονάσουν καὶ ἀναζητοῦσαν ἕνα πνευματικὸ ὁδηγό, τὸν ὁποῖο βρῆκαν στὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. Μὲ παραίνεσή του ἄρχισαν νὰ ἀναζητοῦν τόπο γιὰ τὴν δημιουργία ἑνὸς μοναστηριοῦ, καὶ τελικὰ κατέληξαν σὲ μία ἐρειπωμένη μονὴ -ἀφιερωμένη στὴ Ζωοδόχο Πηγὴ καὶ διαλυμένη ἀπὸ τὸ 1834 μὲ διάταγμα τῶν Βαυαρῶν- στὴν Αἴγινα. Ὅταν ἐπισκέφθηκε καὶ ὁ Ἅγιος τὸν τόπο ἐκεῖνο, ἀποφασίστηκε νὰ ἐπισκευαστοῦν τὰ παλαιὰ κτήρια τῆς μονῆς καὶ νὰ ξανατεθεῖ τὸ μοναστήρι σὲ λειτουργία. Οἱ ἐργασίες γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ξεκίνησαν τὸ 1904, ἡ δὲ μονὴ θὰ ἦταν ἀφιερωμένη στὴν Ἁγία Τριάδα. Ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὴν Ἀθήνα -ἦταν ἀκόμα διευθυντὴς στὴν Ριζάρειο- καθοδηγοῦσε τὶς μοναχὲς καὶ ὅποτε ἔβρισκε χρόνο ἐπισκεπτόταν τὴν μονή, στὴν ὁποία ἔμελλε νὰ περάσει τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του.
. Μετὰ ἀπὸ τέσσερα χρόνια, ἔχοντας πλέον ἀποφασίσει νὰ ἀποσυρθεῖ στὸ μοναστήρι τῆς Αἴγινας καὶ νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν ὀργάνωσή του καὶ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τῶν καλογριῶν ποὺ τὸ στελέχωναν, ὑπέβαλε τὴν παραίτησή του στὸ διοικητικὸ συμβούλιο τῆς Ριζαρείου στὶς 7 Φεβρουαρίου τοῦ 1908. Ἡ παραίτηση ἔγινε δεκτὴ ἀπὸ τὸ συμβούλιο, τὸ ὁποῖο τὸν συνταξιοδότησε -ὡς ἐλάχιστη ἀναγνώριση τοῦ ἔργου του- μὲ τὸ σημαντικὸ γιὰ τὴν ἐποχὴ ποσό τῶν 250 δραχμῶν τὸν μήνα.
. Στὴν μονὴ ἐγκαταστάθηκε μετὰ τὸ Πάσχα τοῦ ἰδίου ἔτους, μιᾶς καὶ παρέμεινε στὴν θέση τοῦ διευθυντοῦ τῆς Ριζαρείου μέχρι νὰ βρεθεῖ ἀντικαταστάτης.
. Μὲ δικά του ἔξοδα ἔκτισε μία μικτὴ οἰκία, πλησίον ἀλλὰ ἐκτὸς τῆς μονῆς, στὴν ὁποία θὰ κατοικοῦσε. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ἔλαβε ἐνεργὰ μέρος στὸ κτίσιμο, κουβαλώντας χῶμα ἢ λάσπη καὶ σκάβοντας, βοηθώντας τοὺς τεχνίτες. Ποτέ, σὲ ὅλη του τὴ ζωή, δὲν θεώρησε κάποια ἐργασία ἀνάξια του. Πάντα ἔκανε ὅ,τι περνοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι του, μὲ ἰδιαίτερη χαρά, ζῆλο καὶ ταπεινοφροσύνη!
Μία ὑπόθεση στὴν ὁποία ἀφιέρωσε κόπο καὶ χρόνο ἦταν αὐτὴ τῆς ἐπίσημης ἀναγνώρισης τῆς Μονῆς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Ἀναγνώριση ποὺ τελικὰ ἐπιτεύχθηκε τέσσερα χρόνια μετὰ τὴν κοίμησή του, καὶ ἀνακοινώθηκε στὶς μοναχὲς μὲ ἐπιστολὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χρυσόστομου, στὶς 15 Μαΐου τοῦ 1924.
. Τὰ τελευταῖα χρόνια της ζωῆς του, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἔπασχε ἀπὸ χρόνια προστατίτιδα, ἡ ὁποία τοῦ δημιουργοῦσε ἀφόρητους πόνους. Τελικὰ συμφώνησε στὶς συστάσεις τῶν γιατρῶν καὶ ἦρθε στὴν Ἀθήνα στὸ Ἀρεταίειο νοσοκομεῖο. Ἐκεῖ νοσηλεύτηκε -στὸν 2ο θάλαμο τοῦ 2ου ὀρόφου (ἦταν θάλαμος Γ´ θέσεως: ἀπορίας)- γιὰ δύο σχεδὸν μῆνες. Στὸ πλευρό του, καθ᾽ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς νοσηλείας του, ἦταν συνεχῶς -καὶ ἐναλλάσσονταν σὲ βάρδιες- οἱ μοναχὲς Εὐφημία καὶ Ἀγαπία. Τελικὰ γύρω στὰ μεσάνυχτα τῆς 8ης πρὸς 9ης Νοεμβρίου τοῦ 1920 ἀνεχώρησε γιὰ τοὺς Οὐρανούς, σὲ ἡλικία 74 ἐτῶν.
Τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου μεταφέρθηκε στὴν Αἴγινα καὶ ἀπὸ τὸ λιμάνι μέχρι τὴν Μονὴ τὸ μετέφεραν στὰ χέρια τους οἱ πιστοί. Ὅλο τὸ νησὶ θρηνοῦσε μὰ περισσότερο ἀπ᾽ ὅλους οἱ μοναχὲς ποὺ ἔχασαν τὸν Πατέρα καὶ Ὁδηγό τους. Τὸ ἱερό του σκήνωμα ἤδη εἶχε ἀρχίσει νὰ ἀναδίδει εὐωδία. Ἡ ταφή του, ἔγινε στὸ προαύλιο τῆς Μονῆς δίπλα στὸ ἀγαπημένο του πεῦκο.Ὅταν μετὰ ἀπὸ ἕξη μῆνες ἄνοιξαν τὸ μνῆμα γιὰ νὰ τοποθετηθεῖ μία ἐπιτύμβια πλάκα -δωρεὰ τῆς Ριζαρείου- τὸ σκήνωμα τοῦ ἐξακολουθοῦσε νὰ εὐωδιάζει χωρὶς νὰ παρουσιάζει τὸ παραμικρὸ σημάδι ἀλλοιώσεως. Ἐνάμιση χρόνο ἀργότερα τὸ μνῆμα ξανανοίχτηκε καὶ τὸ ἱερὸ σκήνωμά του ἐξακολουθοῦσε νὰ παραμένει ἄφθαρτο καὶ εὐωδιάζον. Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ τρία χρόνια μετὰ τὴν κοίμησή του. Συνολικὰ τὸ σκήνωμά του παρέμεινε σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση γιὰ εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια!. Τριάντα δύο χρόνια, δέ, μετὰ τὴν κοίμησή του ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του, στὶς 2 Σεπτεμβρίου τοῦ 1953, ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Προκόπιο.
Ἡ ἐπίσημη ἀναγνώρισή του, ὡς Ἁγίου της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ἔγινε τὸ 1961 μὲ Πατριαρχικὴ Συνοδικὴ Πράξη ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Τότε καθορίστηκε καὶ ἡ 9η Νοεμβρίου ὡς ἡμέρα ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου.