«Η μνήμη κάθε αγίου είναι αφορμή και πρόξενος μεγάλης χαράς και ωφέλειας. Όπως, όταν τη νύχτα ανάψουμε μια λαμπάδα, το φως δίνει χαρά και βοηθά στην πραγμάτωση των αναγκών όλων των παρόντων, έτσι και η θεάρεστη ζωή κάθε αγίου και το μακάριο τέλος του και η δοσμένη σ’ αυτόν από το Θεό χάρις, επειδή έζησε με καθαρότητα εδώ στη γη, προβάλλεται σαν πυρσός που λάμπει και προσφέρει πνευματική ευφροσύνη και ωφέλεια. Όταν η γη δίνει πλούσια καρποφορία δε χαίρονται μονάχα οι γεωργοί, αλλά όλοι οι άνθρωποι, γιατί οι καρποί της γης είναι απόλαυση κοινή σε όλους. Οι άγιοι και όταν ζουν σ’ αυτό τον κόσμο μας προτρέπουν στην αρετή κι όταν τους βλέπουμε και τους ακούμε μας δίνουν δύναμη, γιατί οι ίδιοι είναι ζωντανές εικόνες της αρετής. Όταν θυμούμαστε και τιμούμε τους αγίους εκτελούμε ένα χρέος από μέρους μας σε κείνους και το πνευματικό όφελος είναι μεγάλο.
Ο κοινός άνθρωπος δεν μπορεί να προσθέσει τίποτε στους αγίους, γιατί όλοι είμαστε αδύνατοι και ασθενείς. Οι ίδιοι οι άγιοι φιλοτιμήθηκαν να αγωνιστούν όσο ήταν δυνατό στη φύση τους και να δείξουν συμπεριφορά στη ζωή αυτή που ξεπερνά κάθε λόγο. Για μας προσωπικά το όφελος είναι ότι καθώς πλησιάζουμε τους αγίους ανυψωνόμαστε και φωτιζόμαστε για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε περισσότερο τη δική μας αδυναμία και να δεχθούμε τη δύναμη που βγαίνει από αυτούς τους ίδιους.
Η μνήμη κάθε αγίου πραγματοποιείται από μας με ύμνους και εγκώμια. Στην εορτή του Αγίου Πέτρου και Παύλου, που είναι οι κορυφαίοι των Αποστόλων και κοινοί πατέρες και καθοδηγητές όλων των ανθρώπων που έχουν το όνομα του χριστιανού, δεχόμαστε μεγάλη πνευματική βοήθεια και φωτισμό. Οι απόστολοι αυτοί είναι καθοδηγητές και όλων των άλλων αποστόλων, των μαρτύρων, των οσίων, των ιερέων, των ιεραρχών, των διδασκάλων και όλων των χριστιανών. Είναι οι αρχιτέκτονες της ευσέβειας και της αρετής και φωτίζουν τον κόσμο, καθώς προβάλλουν το λόγο της ζωής μέσα από την Αγία Γραφή. Με τη μετάδοση του λόγου αυτού κάνουν μετόχους του φωτός όλους τους ανθρώπους. Και οι δυο αφού έγιναν μέτοχοι του Χριστού απόκτησαν δόξα και λαμπρότητα.
Ο Απόστολος Παύλος ήταν αποστάτης και αγωνιζόταν εναντίον του Χριστού. Ο Απόστολος Πέτρος αρνήθηκε το Χριστό. Και οι δυο ταπεινώθηκαν βαθειά. Ενώ πειράσθηκαν και παρασύρθηκαν, νίκησαν αυτόν που μισεί και αγωνίζεται χωρίς διακοπή να ρίξει κάθε πιστό. Πως όμως το έκαναν αυτό; Με την αυτοκριτική και τη σφοδρή λύπη και τη μετάνοια και με το δραστικό όπλο και φάρμακο για εξιλέωση, που είναι τα δάκρυα που βγαίνουν από την καθαρή καρδιά. Ο ψαλμωδός λέει ότι: «Τη συντριμμένη και ταπεινωμένη καρδιά ο Θεός δε θα την εξουδενώσει». Η κατά Θεόν λύπη προκαλεί οριστική μετάνοια και σωτηρία.
Και στους δύο Αποστόλους θα μπορούσε να δει κανείς ότι όχι μονάχα με τη μετάνοια και το οδυνηρό πένθος θεράπευσαν την άρνηση στην οποία παρασύρθηκαν, αλλά και ξερίζωσαν τελείως από την ψυχή τους κάθε κακό. Και οι δυο τιμήθηκαν από το Χριστό για την ταπείνωσή τους και τη συναίσθηση. Ας σκεφθούμε ότι ο Πέτρος λίγο πριν τον ρωτήσουν, αν έχει σχέση με το Χριστό, τοποθετούσε τον εαυτό του πάνω από τους άλλους. Με σιγουριά έλεγε: «Κύριε ακόμη κι αν όλοι σε αρνηθούν, εγώ δε θα το κάνω.» Μετά από λίγο τρεις φορές ρωτήθηκε, αν έχει σχέση με το Χριστό και τον αρνήθηκε κατηγορηματικά. Ο Κύριος βλέποντας, όμως, τι συμβαίνει στο βάθος της καρδιάς του και τη βαθειά του αγάπη και την ταπείνωσή του, του λέει αργότερα: «Εσύ είσαι ο Πέτρος και πάνω σ’ αυτήν την πέτρα θα οικοδομήσω την εκκλησία μου.» Ο Θεός έχει μεγάλη αγάπη για μας. Του είναι αρκετό, να θελήσει ο καθένας μας να πάρει το δρόμο που οδηγεί στη σωτηρία.
Η αλλαγή που συμβαίνει αργότερα στους δύο μεγάλους Αποστόλους είναι ασύλληπτη. Ποια γλώσσα θα μπορούσε να παρουσιάσει την μέχρι θανάτου υπομονή για χάρη του Χριστού, που έδειξε ο Απόστολος Παύλος; Γνωρίζοντας την αγάπη του Χριστού, όχι μονάχα τα θεωρούσε όλα άχρηστα, αλλά λέει πως: «Έχω πειστεί μέσα μου, ότι ούτε ο θάνατος ούτε η ζωή, ούτε όσα είναι παρόντα ή μέλλοντα θα μπορέσουν να μας χωρίσουν από την Αγάπη του Θεού που παίρνουμε μέσα από τον Ιησού Χριστό». Για τον εαυτό του αισθάνεται τόσο ταπεινός, ώστε να λέει: «Εγώ είμαι ο ελάχιστος από τους Αποστόλους και δεν αξίζω, ούτε να ονομάζομαι Απόστολος». Είναι ο ίδιος με τον Πέτρο και στην ταπείνωση και στην ομολογία και στην αγάπη. Το γεγονός ότι είναι ομότιμοι και στη λαμπρότητα, δηλώνεται από το ότι η εκκλησία τους απονέμει την ίδια τιμή και τους γιορτάζει μαζί.
Εξετάζοντας, λοιπόν, με προσοχή το θαύμα που πραγματοποιήθηκε στους δύο μεγάλους Αποστόλους, ας μιμηθούμε τη διαγωγή τους. Ίσως δε θα μπορέσουμε να μιμηθούμε όλα τα άλλα, αλλά τουλάχιστον την ταπείνωση τους, τη μετάνοιά τους και τη διόρθωση. Η διόρθωση από τη μετάνοια ταιριάζει περισσότερο σε μας, παρά σε κείνους. Ο καθένας μας κάθε μέρα κάνουμε πολλές αμαρτίες, κι από πουθενά αλλού δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας, παρά μονάχα από τη διαρκή μετάνοια. Στη μετάνοια προηγείται η επίγνωση των προσωπικών αμαρτιών, οι οποίες τελικά, γίνονται αφορμή για να καθαρίσει η ψυχή και να πάρει τη συγχώρηση. Ο Δαυίδ αισθανόμενος την αμαρτία του λέει, προς το Θεό: «Ελέησέ με Θεέ μου, γιατί γνωρίζω εγώ πολύ καλά την ανομία μου». Με την επίγνωση ελκύεται το έλεος του Θεού. Με την αυτομεμψία και την εξαγόρευση των αμαρτιών, αποκομίζουμε την τέλεια άφεση. Την επίγνωση των αμαρτημάτων μας, ακολουθεί η αυτοκατάκριση, κι αυτήν η λύπη για τα αμαρτήματα. Αυτή τη λύπη ο Απόστολος Παύλος την ονόμασε λύπη κατά Θεόν. Φυσιολογικά ακολουθεί η συντριβή της καρδιάς, η εξομολόγηση και η δέηση προς το Θεό και η υπόσχεση της αποχής στο μέλλον από κάθε κακία. Αυτό είναι η μετάνοια.
Τη μετάνοια αυτή χρησιμοποίησε ο Πέτρος κι όχι μονάχα σηκώθηκε από την πτώση και επέτυχε την άφεση, αλλά και ανέλαβε την προστασία της Εκκλησίας του Χριστού. Και ο Παύλος μετά την επιστροφή και την προκοπή και την οικείωσή του με το Θεό κέρδισε αυτή την προστασία. Αν η μετάνοια είναι αληθινή και βγαίνει απ’ τη καρδιά πείθει αυτόν που μετανοεί, να μην επιδίδεται πλέον στις αμαρτίες, να μην προσκολλάται στις φθοροποιές ηδονές, να υποβιβάζει την αξία των παρόντων και να αφιερώνεται στα μέλλοντα, αγωνιζόμενος κατά των παθών. Ο άνθρωπος αυτός στη συνέχεια με τη χάρη του Θεού, αγαπάει την αρετή, εγκρατεύεται σε όλα, δεν εγκαταλείπει τη δέηση στο Θεό, απέχει από κάθε αδικία και είναι ελεήμων σε όσους του έχουν φταίξει.
Ας μας δώσει ο Θεός την ευλογία, να είμαστε ευμενείς σε όσους μας παρακαλούν, για ο,τιδήποτε έχουν ανάγκη. Να είμαστε έτοιμοι να ανταποκριθούμε στην ανάγκη τους και να τους βοηθούμε με όσα μέσα έχουμε στη διάθεσή μας. Η ψυχή που έχει φιλανθρωπία προσφέρει τα πάντα, δηλαδή, τα λόγια, τα έργα, τα χρήματα. Κάμπτεται σε όλους από το βάθος της υπάρξεως. Με τη φιλανθρωπία αυτή, κερδίζεται η φιλανθρωπία του Θεού. Με την αγάπη αυτή στο διπλανό μας μπορεί ο καθένας να πάρει την αγάπη από το Θεό και να ελκύσει προς τον εαυτό του τη θεία ευμένεια και το αιώνιο έλεος, που είναι η πηγή κάθε ευλογίας και χαράς.»